Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ +1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, 5η ΚΥΡ ΝΗΣΤΕΙΩΝ



Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ
(Η μνήμη της εορτάζεται

στις 1 Απριλίου και κάθε Ε΄ Κυριακή Νηστειών)

1. ΑΠΟ ΠΟΡΝΗ  ΑΓΙΑ

Ο βίος της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας είναι η συγκινητική ιστορία μιας γυναίκας άσωτης, που το έλεος του Θεού δεν την αφήνει να χαθεί, αλλά με θαυμαστό τρόπο, όχι μόνο την βγάζει από το βούρκο της αμαρτίας, αλλά την οδηγεί και στις πιο ψηλές βουνοκορφές των αρετών και των θείων χαρισμάτων.
Μια γυναίκα ακόλαστη, με όλη την σημασία της λέξεως, ζει από τα δώδεκα μέχρι τα τριάντα της χρόνια, μια εντελώς ανήθικη ζωή, παρασέρνοντας στην κόλαση εκατοντάδες ανθρώπους.
Κάποια στιγμή, όμως, μετανιώνει, αλλάζει ζωή και αποφασίζει, με την Παναγία εγγυήτρια, να ζήσει μόνη της στην έρημο του Ιορδάνη για 47 περίπου χρόνια, χωρίς ποτέ να δει άνθρωπο ή κάποιο ζώο.
Η παραμονή της στην αφιλόξενη εκείνη απόλυτη ερημιά είναι σκληρή. Υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια αντοχής.
Σαν ήρωας μυθικός, πολεμά με τα φοβερά στοιχεία της φύσης, όπως τον ανελέητο καύσωνα της μέρας και το αβάσταχτο κρύο της νύχτας. Σχεδόν γυμνή, αφού με τον καιρό τα ρούχα της είχαν σχιστεί και καταστραφεί, ζει σαν άσαρκος άγγελος με ελάχιστη τροφή.
Μόνο με δυόμιση ψωμάκια, τα οποία έφερε μαζί της και που με την πάροδο χρόνο έγιναν σκληρά σαν πέτρες, ζει για πολλά χρόνια. Λίγα χορταράκια της ερημιάς και ελάχιστο νερό, που η βραδινή υγρασία μαζεύει στα κοιλώματα των βράχων όταν δεν υπάρχει βροχή, είναι το πάμφτωχο καθημερινό της φαγητό.
Σαν να μην έφταναν οι καθημερινές αυτές δυσκολίες και ταλαιπωρίες της μέσα στην έρημο, έχει να αντιμετωπίσει και τις πολυπληθείς επιθέσεις του σατανά, ο οποίος δεν μπορούσε να βλέπει μια γυναίκα να τον πολεμά με τέτοιο ανδρικό φρόνημα και να του καταστρέφει κάθε δύναμη και τέχνη.
Χάρη στην έμπρακτη μετάνοια και μεταστροφή της, που και αυτοί οι άγγελοι στον ουρανό έκπληκτοι θαυμάζουν, την ευσπλαχνίζεται ο Θεός και την ανταμείβει με πλούσια θεϊκά χαρίσματα, κατατάσσοντας την στη χορεία των οσίων ασκητριών.
Η αγία μας Εκκλησία τιμά την μνήμη της κάθε χρόνο την 1η Απριλίου προβάλλοντάς την ως πρότυπο μετανοίας.
Η μελέτη του βίου της μας διδάσκει πως, όσο μεγάλες κι αν είναι οι αμαρτίες που έχουμε κάνει, αν μετανοήσουμε πραγματικά και ζητήσουμε το θείο έλεος, να είμαστε σίγουροι πως ο εύσπλαχνος Κύριος μας, όχι μόνο θα μας συγχωρήσει, αλλά αν αγωνιστούμε φιλότιμα να τηρήσουμε τις εντολές του Θεού, μπορεί ακόμα και την αγιότητα να μας χαρίσει.
Ας γίνει, φιλόθεοι αδελφοί μου, ο βίος της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, η αφορμή να μετανοήσουμε κι εμείς αληθινά, ώστε το κακό και η αμαρτία να μην έχουν πλέον στην καρδιά μας καμιά θέση, παρά μόνο η αγάπη του Θεού και η τήρηση των θεϊκών Του εντολών. Αμήν.  


2. Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία γεννήθηκε στην Αίγυπτο τον 4ον μ.Χ. αιώνα. Πανέμορφη στην όψη και ατίθαση στο χαρακτήρα, από πολύ νωρίς, στην ηλικία των 12 χρόνων, εγκαταλείπει το σπίτι και τους γονείς της και έρχεται στην Αλεξάνδρεια, που ήταν τότε η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη της Αιγύπτου. Εκεί ζει μια ζωή ελεύθερη από ηθικούς φραγμούς, σαν κοινή πόρνη.
Επί 17 χρόνια ζει ακόλαστα, παρασέρνοντας στο βούρκο της αμαρτίας αναρίθμητους νέους.
Τόσο πολύ έκαιγε μέσα της το σατανικό πάθος της ασωτίας, που πόρνευε, όχι τόσο για να μαζεύει χρήματα ή άλλα δώρα που θα την έκαναν να δείχνει πλούσια, όσο για να ικανοποιεί το άσβεστο πάθος της για την ασωτία.
Η ίδια ζούσε πολλές φορές φτωχικά με την χειρωνακτική εργασία της, κλώθοντας ρόκα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ζητιάνευε για να ζήσει. Αυτό βέβαια δεν την ενοχλούσε και τόσο, φτάνει να είχε πάντα δίπλα της εραστές.
Ήταν μια γυναίκα που ζούσε μόνο για την αμαρτία. Λες κι αυτός ήταν ο μοναδικός στόχος και σκοπός της ζωής της.


3. ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

Έτσι ζούσε και περνούσε το χρόνο της η Μαρία, όταν ένα καλοκαιράκι, εκεί που περπατούσε κοντά στη θάλασσα αναζητώντας νέους εραστές, είδε πολύ κόσμο από τα διάφορα μέρη της Αιγύπτου και της Λιβύης να έρχεται στα πλοία για να ταξιδέψει.
Πλησίασε λοιπόν από περιέργεια κάποιον και τον ρώτησε:

- Πού πηγαίνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;

- Στα Ιεροσόλυμα πηγαίνουν. Σε λίγες μέρες θα γιορταστεί η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού και πάνε να προσκυνήσουν το Σταυρό του Χριστού.

- Αν τους ακολουθήσω, θα με πάρουν και μένα μαζί τους;

- Αν έχεις τα ναύλα και τα έξοδά σου, κανένας δεν θα σε εμποδίσει.

- Δεν έχω καθόλου χρήματα για τα έξοδά μου αλλά εγώ θα πάω.

- Δεν θα σε αφήσουν χωρίς χρήματα να ταξιδέψεις.

- Χρήματα μπορεί να μην έχω, αλλά… (γέλασε τότε πονηρά και με νόημα), έχω το σώμα μου για αντάλλαγμα.

Σαν άκουσε ο νέος εκείνος την αισχρή αυτή πρόταση έφυγε γελώντας. Αυτή, αφού διέκρινε από μακριά μια παρέα με καμιά δεκαριά ωραίους νέους, που της φάνηκαν ότι θα ικανοποιούσαν το πάθος της και το σκοπό που επεδίωκε, τρέχει, μπαίνει με αναίδεια ανάμεσά τους και τους λέει:

- Δεν με παίρνετε και μένα μαζί σας να σας κάνω παρέα; Χρήματα δεν έχω αλλά έχω το κορμί μου αντί γι’ αυτά. Πάρτε με και δεν θα χάσετε.

Με λόγια αισχρά και άλλες άσεμνες κινήσεις και χειρονομίες, ξεσήκωσε των νεαρών παιδιών τα σαρκικά πάθη και τις αδυναμίες και κατάφερε να επιβιβαστεί μαζί τους στο ταξίδι για τα Ιεροσόλυμα.
 Έτσι, έκανε το προσκυνηματικό ταξίδι των παιδιών σε ταξίδι ακόλαστο και φθοροποιό, αφού τους εξανάγκασε να κάνουν μαζί της κάθε είδος ασέλγεια και ασωτία.
Μα, και στα Ιεροσόλυμα όταν έφτασε, ούτε κι εκεί σεβάστηκε την ιερότητα του χώρου αλλά συνέχιζε με άλλους τώρα νεαρούς να ασωτεύει, παγιδεύοντας για χάρη του σατανά πάρα πολλές αδύνατες ψυχές.
Ενώ όμως αυτή έτσι ζούσε, αδιαφορώντας για την ψυχή της, Εκείνος που για χάρη μας σταυρώθηκε και έχυσε το πανάγιό Του Αίμα πάνω στο Σταυρό, αγρυπνούσε για το άσωτο και πλανεμένο του προβατάκι.

4. ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΥΨΩΣΗΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η μεγάλη μέρα της ύψωσης του Τιμίου Σταυρού είχε φτάσει. Όλος ο κόσμος, εκείνο το πρωινό, έτρεχε με χαρά και με ευλάβεια στο ναό της Αναστάσεως, όπου ο Πατριάρχης θα ύψωνε με συγκίνηση, μπροστά σ’ όλους τους πιστούς χριστιανούς που είχαν κατακλύσει την μεγάλη εκκλησιά, τον ζωοποιό Σταυρό, για να τον προσκυνήσουν και να τον ασπαστούν.
Στους δρόμους, εκείνο το πρωινό, βρισκόταν για τους δικούς της αμαρτωλούς σκοπούς και η άσωτη Μαρία.
Κάποια στιγμή, όμως, ίσως από περιέργεια, ίσως από στιγμιαίο ξύπνημα της συνείδησής της, σίγουρα όμως με την επέμβαση του πολυεύσπλαχνου Θεού, αποφάσισε να πάει και αυτή μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο στην εκκλησία.
Έφτασε στο προαύλιο της εκκλησίας και την ώρα που γινόταν η ύψωση του Τιμίου Σταυρού θέλησε να περάσει την πόρτα του ναού για να μπει μέσα σ’ αυτόν.
Τότε, όμως, συνέβη το εξής παράδοξο, που θα γίνει και η αρχή της σωτηρίας της μέχρι τώρα άσωτης Μαρίας.

5. ΕΜΠΟΔΙΖΕΤΑΙ ΝΑ ΜΠΕΙ ΣΤΟ ΝΑΟ

Ενώ όλος ο κόσμος έμπαινε ανενόχλητος στο Ναό για να προσκυνήσει τον Σταυρό του Χριστού, μια αόρατη θεϊκή δύναμη εμποδίζει μόνο αυτήν και δεν την αφήνει να μπει.
Μάταια προσπαθεί και κοπιάζει και σπρώχνει, μήπως καταφέρει να μπει και αυτή μαζί με τους άλλους μέσα στην εκκλησία.
Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές, μέχρι που κουράστηκε να σπρώχνει και να σπρώχνεται και πήγε κατάκοπη σε μια άκρη, λίγο να καθίσει και να ξεκουραστεί.
Εκεί στην άκρη, στην αυλή της εκκλησίας, για πρώτη φορά η αποκοιμισμένη από την αμαρτία συνείδηση της ξυπνά.
Αντιλαμβάνεται την αιτία που την εμποδίζει να προσκυνήσει και αυτή το Τίμιο Ξύλο.
Τα αμαρτήματά της είναι μεγάλα και βαριά. Ο βόρβορος των ακατονόμαστων πράξεών της έρχεται στην επιφάνεια. Οι τύψεις για πρώτη φορά, ανενόχλητες, αρχίζουν το παιδαγωγικό τους έργο.
Σαν μαργαριτάρια εμφανίζονται τα πρώτα δάκρυα της μετανοίας στα λυπημένα της μάτια. Από τα βάθη της καρδιάς της πλήθος αναστεναγμών κάνουν την εμφάνιση τους. Το στήθος της συνταράσσεται από ένα γοερό κλάμα.

6. ΒΑΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕΣΙΤΡΙΑ

Και ενώ η λύπη και η θλίψη για τα αναρίθμητα λάθη της φέρνουν τους πρώτους λογισμούς της απελπισίας, την προσοχή της τραβά η γλυκιά μορφή της Παναγιάς που είναι αγιογραφημένη στην πρόσοψη της εκκλησιάς.
Μέσα στα σπαραξικάρδια αναφιλητά της, μια εγκάρδια προσευχή βγαίνει από τα βάθη της μετανοημένης της ψυχής, προς την πολυεύσπλαχνη Μητέρα του Θεού, την  Θεοτόκο Μαρία.

- Παναγιά μου, γνωρίζω ότι δεν είμαι άξια να βλέπω την αγία Σου εικόνα, εξαιτίας του πλήθους των αμαρτιών μου. Είναι δίκαιο να με μισείς και να με αποστρέφεσαι την άσωτη. Έκανα τόσα πολλά λάθη και αμαρτίες η τρισάθλια, που μόλυνα γη και ουρανό. Μου άξιζε να ανοίξει η γη και να με καταπιεί, γιατί δεν μόλυνα μόνο τον εαυτό μου αλλά παρέσυρα στον βούρκο και την ασωτία άπειρους ανθρώπους, παγιδεύοντάς τους με το δηλητήριο της σαρκικής ηδονής. Παναγία μου, συ που γέννησες τον Σωτήρα του κόσμου, που για μας τους αμαρτωλούς σταυρώθηκε και έχυσε το πανάγιο αίμα Του, για να σωθούμε όλοι εμείς οι τρισάθλιοι και αμαρτωλοί, σπλαχνίσου τώρα κι εμένα, την πιο βρωμερή γυναίκα του κόσμου. Γίνε μεσίτρια της σωτηρίας μου στον πολυεύσπλαχνο Υιό Σου και διάταξε να μου επιτραπεί η είσοδος στο Ναό, για να προσκυνήσω κι εγώ τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου μας. Σου υπόσχομαι πως, ποτέ πια δεν θα ξαναλερώσω την ψυχή μου με καμιά αισχρή πράξη και όταν βγω από την εκκλησία, θα απαρνηθώ όλα τα θέλγητρα του κόσμου, για να πάω όπου Εσύ με οδηγήσεις, σαν εγγυήτρια της σωτηρίας μου.

7. ΠΡΟΣΚΥΝΑ ΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΣΤΑΥΡΟ

Μόλις είπε αυτά τα λόγια, η Χάρις του Θεού πλημμύρισε την μετανοημένη ψυχή της πρώην άσωτης. Η ελπίδα της στην ευσπλαχνία του Θεού γέμισε την ύπαρξή της.
Η καρδιά της, εκεί που πρώτα χτυπούσε ερωτικά μόνο για τη σάρκα και τα γήινα, τώρα γίνεται ένα καμίνι, ένα ηφαίστειο που κοχλάζει σ’ αυτό η λάβα της αγάπης της για την Εσταυρωμένη Αγάπη.
Αυθόρμητα σηκώνεται, ανακατώνεται με τους άλλους πιστούς και προχωράει στην είσοδο της εκκλησίας. Η καρδιά της χτυπά γοργά. Η αγωνία της κορυφώνεται. Πλησιάζει την πόρτα. Δοκιμάζει να μπει μέσα. Κανένα εμπόδιο τώρα δεν την σταματά. Ρίγος διαπερνά όλο της το σώμα.
Η Παναγία δέχθηκε την υπόσχεσή της.
Με αναφιλητά και σπαραχτικό κλάμα, που θα έκανε ακόμα και τις πέτρες να δακρύσουν, έρχεται μπροστά στον υψωμένο αιματοβαμμένο Σταυρό.    
  Όλοι, όσοι ήταν εκεί και γνώριζαν την τρισάθλια ζωή της, ακόμα και αυτοί που δεν την ήξεραν, δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν την συγκίνηση και τα δάκρυά τους.
Γονατισμένη μπροστά στο άγιο Ξύλο, μαζί με τα πολυάριθμα δάκρυα που χύνει, αφήνει να βγει μέσα από τα βάθη της καρδιάς της μια ταπεινή δημόσια εξομολόγηση για όλα τα λάθη της μέχρι τότε ζωής της.
Η μετάνοιά της είναι συγκλονιστική. Πόσοι και πόσοι εκείνη τη στιγμή, βλέποντας το μεγαλείο της αλλαγής της, δεν μετανιώνουν και αυτοί για τα λάθη τους και φεύγουν από κει με απόφαση να μην ξαναμαρτήσουν! 

8. ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

Αφού προσκύνησε τον Σταυρό του Κυρίου μας με βαθιά πίστη και με απόφαση ποτέ πια να μη λερώσει την ψυχή της με οποιαδήποτε αμαρτία, βγαίνει έξω από την εκκλησία και έρχεται κάτω από την εικόνα της Παναγιάς, μπροστά στην οποία είχε δώσει την υπόσχεση της αλλαγής της.
Εκεί, γονάτισε με ευλάβεια και με δάκρυα στα μάτια προσευχήθηκε στην Παναγία λέγοντας:

-           Παναγία μου, σ’ ευχαριστώ που δεν περιφρόνησες την δέηση της ανάξιας δούλης σου αλλά σπλαχνίστηκες εμένα την τρισάθλια.  Σ’ ευχαριστώ που με αξίωσες με τις μεσιτείες σου να ασπασθώ τον Σταυρό του Κυρίου μου, που για μένα την τρισάθλια έχυσε το πανάγιο Του αίμα. Σ’ ευχαριστώ που δέχθηκες την μετάνοια μου και δεν παράβλεψες τα δάκρυά μου. Ήλθε η στιγμή να εκπληρώσω την υπόσχεση που σου έδωσα. Οδήγησε με εσύ, Παναγία μου, όπου θέλεις, γίνε οδηγός της σωτηρίας μου και καθοδήγησε με στον δρόμο της μετανοίας.

Μια φωνή τότε ακούστηκε να βγαίνει ψηλά από την εικόνα της Παναγιάς και να της λέει:

- Αν περάσεις τον Ιορδάνη ποταμό, θα βρεις μεγάλη ανάπαυση!

Σαν άκουσε τότε η οσία μας την ουράνια αυτή φωνή, που ήταν ταυτόχρονα και οδηγία για το τι πρέπει να κάνει, με κλάματα στα μάτια, φώναξε δυνατά:
 - Παναγία μου, Παναγία μου, μην με εγκαταλείπεις.

Με τα λόγια αυτά βγήκε από το προαύλιο της εκκλησιάς και άρχισε να τρέχει προς τον Ιορδάνη ποταμό.
Όπως έτρεχε βιαστικά στο δρόμο, την εντολή της Παναγιάς να τηρήσει, ένας φιλεύσπλαχνος άνθρωπος που την πέρασε για ζητιάνα, της έδωσε τρία νομίσματα. Η Μαρία αγόρασε με αυτά τρία ψωμιά.
Αφού ζήτησε και πήρε όλες τις πληροφορίες, πως θα έφτανε δηλαδή κοντά στον Ιορδάνη ποταμό, βγήκε από την πύλη της πόλης και με δάκρυα στα μάτια ξεκίνησε την επίπονη οδοιπορία της.
Ήταν πια σούρουπο και ο ήλιος είχε δύσει, όταν έφτασε στο ναό του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, που είναι δίπλα από τον Ιορδάνη ποταμό. Έβρεξε τα χέρια και το πρόσωπό της με τα αγιασμένα νερά του ποταμού και μπήκε μετά μέσα στο ναό που, κατά θεία Πρόνοια, γινόταν θεία Λειτουργία. Με συγκίνηση και πολλά δάκρυα η πρώην άσωτη μετάλαβε τα Άχραντα Μυστήρια, σφραγίδα της ολόψυχης μετάνοιας και της νέας της πορείας. 
Το βράδυ, μόνη της μέσα στην ερημιά του Ιορδάνη, αφού έφαγε μισό ψωμί και ήπιε από το ποτάμι λίγο νερό, έπεσε στο έδαφος να κοιμηθεί.

9. ΠΕΡΝΑ ΤΟΝ ΙΟΡΔΑΝΗ ΠΟΤΑΜΟ

Σαν ξημέρωσε το πρωί, διέκρινε εκεί κοντά ένα μικρό πλοιάριο, που θα την πήγαινε στην αντίπερα όχθη. Αφού και πάλι ζήτησε την βοήθεια της ουράνιας οδηγού της, της Παναγίας μας, επιβιβάστηκε στο πλοίο και ήρθε στην απέναντι απέραντη έρημο του Ιορδάνη, όπου για σαράντα εφτά περίπου χρόνια θα ζήσει μόνη της ασκούμενη πνευματικά.
Ποιος μπορεί αλήθεια να περιγράψει τους κόπους, τους πόνους, τις θλίψεις, τις κακουχίες, την πείνα, την δίψα, το κρύο, τον καύσωνα, τους πολέμους και τους πειρασμούς που πέρασε αυτή η γυναίκα μόνη της μέσα σ’ αυτή την άχαρη, φριχτή και σκληρή ερημιά!
Οι μεν άγγελοι θαύμαζαν την υπεράνθρωπη άσκηση της πρώην άσωτης, ο δε διάβολος λυσσομανούσε με την πρώην δούλη του.
Δεν μπορούσε να ανεχτεί ο σατανάς μια γυναίκα, που ενώ πρώτα τον υπηρετούσε τόσο πιστά, κάνοντας κάθε μορφής ασέλγεια και αμαρτία, τώρα να τον πολεμά τόσο σκληρά, όπως οι μεγάλοι ασκητές και όσιοι της ερήμου.

10. ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ

Επί δεκαεφτά περίπου χρόνια, αμέτρητα δαιμονικά τάγματα την πολεμούν ασταμάτητα, κάνοντας την ζωή της μαρτυρική.
Συχνά της θυμίζουν την ωραία και άσωτη ζωή που πέρναγε στον κόσμο, όπως π.χ. την συντροφιά με τόσα και τόσα παλικάρια, την ομορφιά της σαρκικής ηδονής, τα γέλια και τα γλέντια, τα κρέατα και τα ωραία κρασιά που της άρεσαν πάρα πολύ όταν έκαναν τρικούβερτα γλέντια. Ανάβουν μέσα της τη φωτιά των σαρκικών παθών, για να την ερεθίζουν και να την φλογίζουν με την επιθυμία της πορνείας.
Με αισχρούς λογισμούς και σατανικές επιθυμίες την πολεμούν ασταμάτητα.
Άλλες φορές της δείχνουν, σαν σε τηλεόραση, όλες τις προηγούμενες της αμαρτίες, για να την κάνουν να απελπιστεί, να τα παρατήσει και να επιστρέψει πίσω στον κόσμο και τις ηδονές του.
Πόσες φορές δεν την παρακινούσαν να ξανατραγουδήσει όλα εκείνα τα αισχρά δαιμονικά τραγούδια με τα οποία σκανδάλιζε τους εραστές της.
Μυριάδες δαίμονες εναντίον μιας γυναίκας. Όσο αυτή αντιστεκόταν, τόσο αυτοί ούρλιαζαν από το κακό τους. Την φλόγιζαν πιο πολύ απ’ ότι ο ήλιος την καυτή άμμο της ερήμου.
 Τόσο ζωντανά και τόσο πραγματικά φαινόντουσαν όλα αυτά, που η ταλαίπωρη ψυχή της δεν άντεχε άλλο και έπεφτε εκεί, μέσα στην καυτή άμμο, για να την ποτίσει με πικρά δάκρυα.

11. ΟΥΡΑΝΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ

Χρειαζόταν να φέρνει άπειρες φορές στο μυαλό της την συμφωνία και την υπόσχεση που έδωσε στην Παναγία μας, για να παίρνει δύναμη και κουράγιο στον ανελέητο αυτό σατανικό πόλεμο.
Νοερά μεταφερόταν πολλές φορές μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου και με σπαραχτικά κλάματα την ικέτευε να την βοηθήσει και να την απαλλάξει  από τις σατανικές αυτές επιδρομές.
Και η Παναγιά έτρεχε σε βοήθεια της αγίας ασκήτριας.
Ένα γλυκό φως εμφανιζόταν τριγύρω της και έδιωχνε κάθε δαιμονική φαντασία. Οι λογισμοί αμέσως ειρήνευαν, οι σαρκικοί πειρασμοί έπαυαν, η τρικυμία που κυριαρχούσε εξαφανιζόταν και μια απέραντη γαλήνη και χαρά βασίλευε.
Ύμνους τότε ευχαριστίας και δοξολογίας σκορπούσαν στον αέρα τα ευγνώμονα χείλη της οσίας μας.
Κάθε φορά τώρα που ο πειρασμός της επιτίθεται και της φλογίζει το σώμα με σαρκικούς πειρασμούς, ώστε να την φέρνει στο χείλος της απόγνωσης και της απελπισίας, αυτή πέφτει στη γη και βρέχει το έδαφος με τα παρακλητικά της δάκρυα. Και δεν σηκώνεται από κει, μέχρις ότου η ουράνια οδηγός και μεσίτρια της, η Παναγία Θεοτόκος, να της στείλει το ουράνιο εκείνο γλυκό φως, για να την παρηγορήσει και να την απαλλάξει από τις πειρασμικές επιθέσεις.
Με αυτούς τους πολέμους και με αυτή την θεϊκή βοήθεια πέρασε τους πρώτους δεκαεφτά χρόνους της ερημικής της ζωής. Μετά, η έντονη παρουσία της θείας Χάριτος κάνει την ερημική της ζωή πιο ήσυχη, αφού ο ασκητικός τρόπος ζωής της τρέπει τους δαίμονες σε φυγή.
Τους καίει η προσευχή της οσίας Μαρίας και τους μαστιγώνει η υπεράνθρωπη άσκησή της, που ξεπερνάει σε αθλήματα και αυτά των μεγάλων ασκητών της ερήμου. 
Η τροφή της είναι πενιχρή. Για πολλά χρόνια ζει, κατά παραχώρηση Θεού, με τα δυόμιση εκείνα ψωμάκια που έφερε μαζί της στην έρημο. Μετά τρέφεται με βότανα και ότι άλλο βρίσκει στην έρημο.
Υποφέρει πολύ από την δίψα. Νερό εξοικονομεί συνήθως από τις σταγόνες δροσιάς που τα βράδια η υγρασία της ερήμου δημιουργεί.
 Τα ρούχα της σύντομα καταστράφηκαν με αποτέλεσμα η παγωνιά της νύχτας και ο καύσωνας της ημέρας να την ταλαιπωρούν αφάνταστα.
Πόσες φορές από την υπερβολή του κρύου ή του καύσωνα δεν έπεσε κάτω λιπόθυμη! 
Αναρίθμητοι οι πειρασμοί, πολυποίκιλες οι θλίψεις.
Εμφανής όμως και η Χάρις του Θεού, η οποία σκέπαζε και προστάτευε τον επίγειο αυτόν άγγελο.
Τα στοιχεία της φύσης γίνονται φιλικά μαζί της. Με παραχώρηση του Θεού, δεν θα υποφέρει πλέον από το κρύο ή την ζέστη. Η πείνα και η δίψα δεν θα ταλαιπωρούν πλέον την αγία μας.
Τα λόγια του Θεού, την αγία Γραφή, την γνωρίζει απ’ έξω με θεία φώτιση, χωρίς ποτέ να την έχει διαβάσει, αφού ποτέ δεν έχει μάθει γράμματα.
Η οσία Μαρία η Αιγυπτία είναι ένα εκλεκτό σκεύος της Χάριτος του Θεού και ο Θεός δεν θα την αφήσει για πάντα στην αφάνεια. Πρέπει οι υπεράνθρωποι αγώνες της να φανερωθούν και η μεγαλειώδης μετάνοια της να γίνει γνωστή, για να γίνει παράδειγμα προς μίμηση.
Ο πολυεύσπλαχνος Σωτήρας του κόσμου μεθοδεύει την γνωστοποίηση της.

12. Ο ΑΒΒΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ

Την περίοδο αυτή που η οσία Μαρία η Αιγυπτία αγωνίζεται υπεράνθρωπα στην έρημο του Ιορδάνη, ένας άλλος όσιος ασκείται σε πνευματικούς αγώνες σ’ ένα μοναστήρι του Τίμιου Προδρόμου, πλησίον του Ιορδάνη ποταμού. Είναι ο όσιος Ζωσιμάς, που η Εκκλησία μας γιορτάζει στις 4 Απριλίου.
Ο αββάς Ζωσιμάς αφιερώθηκε στον Θεό από της βρεφικής του σχεδόν ηλικίας. Άνδρας εγκρατής, ταπεινός, σεμνός και πολύ ενάρετος, ζούσε τόσο λιτοδίαιτα, με μόνο έργο του την αδιάλειπτη προσευχή.
 Όπου μάθαινε ότι υπήρχε άγιος ασκητής έτρεχε κοντά του για να διδαχθεί το κάτι παραπάνω από εκείνα που αυτός ήξερε.
Για κάποιο χρονικό διάστημα έζησε ως ησυχαστής σ’ ένα ερημικό μέρος μέσα σε μια σπηλιά, όπου με μεγάλη άσκηση και σκληραγωγία κατόρθωσε σύντομα να ανεβεί τη σκάλα των αρετών και να γίνει φως και οδηγός σε εκατοντάδες ανθρώπους.
Είχε διαδοθεί μάλιστα γι’ αυτόν, ότι πολλές φορές αξιωνόταν να έχει θεϊκά οράματα και να βλέπει την θεία Δόξα. Γι’ αυτήν την μεγάλη αρετή του, πολλοί ερχόντουσαν από τα διάφορα μέρη, ακόμα και από τα πλέον μακρινά, λαϊκοί και μοναχοί, για να τον συμβουλευτούν και να τον κάνουν αλάνθαστο οδηγό τους.
Κάποτε, όμως, ένας πειρασμικός λογισμός ανέλαβε να τον ταλαιπωρήσει πάρα πολύ. Του έβαλε στο μυαλό την απορία, αν υπήρχε άλλος πιο μεγάλος ασκητής από αυτόν, που να τον ξεπερνάει και στην άσκηση και στην τελειότητα. Στην εμμονή αυτού του λογισμού, κατέφυγε τότε σε προσευχή, όπου με δάκρυα παρακαλούσε τον Θεό να του αποκαλύψει, αν υπήρχε κανένας μεγαλύτερος ασκητής απ’ αυτόν, ώστε να τον επισκεφθεί και να διδαχθεί απ’ αυτόν την τελειότητα. Ενώ έτσι προσευχόταν στον Θεό και Τον παρακαλούσε, άγγελος Κυρίου του φανερώνεται και του λέει:

- Ζωσιμά, αν και η αρετή σου είναι μεγάλη, ωστόσο, πήγαινε στο Μοναστήρι εκείνο που είναι κοντά στον Ιορδάνη ποταμό και ο Θεός θα σου αποκαλύψει μεγαλύτερη αρετή από τη δική σου.

 13. ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

 Σαν άκουσε ο αββάς Ζωσιμάς τα λόγια αυτά, ακολουθώντας τις αγγελικές οδηγίες, σηκώθηκε αμέσως και ήρθε στο Μοναστήρι που του υπέδειξε ο Θεός.
Αφού έβαλε μετάνοια στον Ηγούμενο Ιωάννη, έμεινε με ταπείνωση και μεγάλη άσκηση σ’ αυτό το κοινόβιο, αγωνιζόμενος πνευματικά μαζί με τους αγίους Γέροντες που ζούσαν και ασκήτευαν εκεί.
Χαιρόταν που οι Πατέρες σ’ αυτό το Μοναστήρι είχαν ένα και μοναδικό σκοπό, πως δηλαδή να αγαπήσουν τον Θεό με όλη τους την καρδιά και πως θα νέκρωναν το σώμα τους από κάθε τι που είχε σχέση με αυτόν τον κόσμο.
Περνούσαν τον καιρό τους με πολύ άσκηση, αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, που φέρνει τον Θεό μέσα στην καρδιά του ανθρώπου.
Είχαν συνήθως για τροφή τους ελάχιστο παξιμάδι με αλάτι, χόρτα, χουρμάδες, λίγα όσπρια και λίγο νερό. Και όλα αυτά, όχι κάθε μέρα αλλά ανάλογα με την δύναμη και αντοχή του καθενός, κάθε λίγες μέρες.
Στο Μοναστήρι αυτό υπήρχε η ευλογημένη συνήθεια, μόλις έμπαινε η αγία Σαρακοστή, να κλείνει η πύλη της Μονής για όλους τους επισκέπτες και όλοι οι Πατέρες να φεύγουν, ένας - ένας χωριστά, στην βαθειά έρημο, για περισσότερη άσκηση και προσευχή. Στο μοναστήρι έμεναν μονάχα δυο με τρεις γέροντες, για να μην μένει και η εκκλησία του μοναστηριού χωρίς ακολουθίες.
Την πρώτη λοιπόν μέρα της αγίας και Μ. Σαρακοστής, μετάλαβαν όλοι οι Πατέρες του Δεσποτικού Σώματος και Αίματος στην πρωινή θεία Λειτουργία, εφόδιο δύναμης και βοήθειας στη νέα τους άσκηση. Μετά, αφού ασπάστηκαν ο ένας τον άλλον, ζητώντας συγχώρεση και ευχή, γονάτισαν όλοι ενώπιον του αγίου ηγουμένου τους για να πάρουν την ευλογία της αναχώρησης τους. Ο καθένας εφοδιαζόταν, ανάλογα με την αντοχή του, με λίγο ψωμί, σύκα ξερά, χουρμάδες ή λίγα βρεγμένα όσπρια.
Στην ερημιά δεν επιτρεπόταν να πάνε δυο - δυο, αλλά ο καθένας μοναχός του. Όταν τύχαινε κάποια στιγμή από μακριά να συναντηθούν, αμέσως έπρεπε να λοξοδρομούν και να πηγαίνουν σ’ άλλο μέρος.
Κρατούσαν μυστικό τον αγώνα και την άσκηση που έκανε ο καθένας στην έρημο, για να μην πειράζονται εκ των υστέρων από το δαίμονα της επίδειξης και αυταρέσκειας ή για να αρέσουν στους ανθρώπους.
 Ήταν τότε περίπου 53 χρόνων ο αββάς Ζωσιμάς, όταν βγήκε και αυτός μαζί με τους άλλους αββάδες στην αφιλόξενη έρημο.

14. ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗΝ ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ

Αφού πήρε ο αββάς Ζωσιμάς την ευχή του Ηγουμένου Ιωάννη, μαζί και τα ελάχιστα εφόδια σε τρόφιμα, βγήκε με ψαλμούς και μυστικές δεήσεις στην απέραντη έρημο του Ιορδάνη, εκεί που ο Θεός του ετοίμαζε την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής του.
Είκοσι μέρες είχαν περάσει αφότου είχε βγει από το μοναστήρι του και βάδιζε μέσα στην έρημο.
Εκείνη τη μέρα, μετά από μια κοπιαστική πορεία μέσα στη ζεστή άμμο και ενώ ο ήλιος ήταν στην κορφή του ουρανού, γονάτισε, στράφηκε στην ανατολή και άρχισε να κάνει τις μεσημεριανές προσευχές της λεγομένης <<έκτης ώρας>>.
Ενώ  έψαλλε και προσευχόταν, έχοντας τα μάτια του στραμμένα στον ουρανό, μια μακρινή ανθρώπινη σκιά του τράβηξε την προσοχή.
Στην αρχή φοβήθηκε. Νόμιζε πως έβλεπε κάποια σατανική φαντασία. Έκανε αμέσως τον σταυρό του, είπε δυνατά μερικές προσευχές και έδιωξε από μέσα του κάθε φόβο.
Είδε τότε πως ήταν άνθρωπος, αυτός που μέσα στο καταμεσήμερο περπατούσε αργά - αργά.
Είχε μαύρο σώμα από τον καύσωνα και στο κεφάλι λίγες άσπρες τρίχες σαν βαμβάκι, που έφθαναν μέχρι τον τράχηλό του.
Ο αββάς Ζωσιμάς χάρηκε πάρα πολύ και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του.
Όχι μόνο γιατί όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν είχε δει άνθρωπο, αλλά και γιατί είχε την ελπίδα πως θα ήταν κανένας από τους μεγάλους Γέροντες τις ερήμου που θα τον ωφελούσαν πνευματικά και θα τον δίδασκαν την τελειότητα της αρετής.
Ο άγνωστος, σαν είδε τον αββά Ζωσιμά να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος του, άρχισε να φεύγει προς το εσωτερικό της ερήμου.
Ο Ζωσιμάς, ξεχνώντας την προχωρημένη ηλικία του, συνέχισε και αυτός να τρέχει προς το μέρος του. Ο ξένος, όμως, όχι μόνο δεν σταμάτησε αλλά επιτάχυνε ακόμη περισσότερο το βάδισμά του.
Αυτό έκανε τον αββά Ζωσιμά να του φωνάζει κλαίγοντας και να του λέει:

- Δούλε του Θεού, μη με αποφεύγεις τον αμαρτωλό. Όποιος και να είσαι, για την αγάπη του Θεού, μείνε μαζί μου. Συ, που για την αγάπη του Χριστού ήλθες και κατοίκησες σ’ αυτή την αφιλόξενη έρημο, στάσου και ευλόγησε με.

Παρά τις επίμονες όμως παρακλήσεις του Ζωσιμά, ο άγνωστος δεν σταμάτησε να τρέχει, μέχρι που πέρασε ένα ξεροπόταμο και βρέθηκε απέναντι του, αφήνοντας τον αδύναμο αββά, που δεν μπορούσε να τον διαβεί, στη μια πλευρά του.
Γεμάτος θλίψη και στενοχώρια έμεινε στη μια πλευρά του ξεροπόταμου ο κουρασμένος αββάς, να κοιτά και να κλαίει τόσο πολύ, που οι παρακλητικές του φωνές να ακούγονται μακριά.

15. Η ΟΣΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ

Στα παρακλητικά λόγια και δάκρυα του Ζωσιμά δεν άντεξε ο άγνωστος και αφού σταμάτησε το τρέξιμο του είπε:

- Συγχώρησε με, αββά Ζωσιμά, δεν μπορώ να γυρίσω να σε δω στο πρόσωπο, γιατί είμαι γυναίκα γυμνή. Αν θέλεις να με ευλογήσεις, ρίξε μου πρώτα το ράσο που φοράς για να σκεπάσω την γύμνια μου και μετά να έρθω για να με ευλογήσεις.

Σαν άκουσε ο Ζωσιμάς να τον φωνάζουν με το όνομα του, στην αρχή ταράχτηκε. Περισσότερο μάλιστα, που ο άγνωστος αυτός δεν ήταν ένας άνδρας αλλά μια γυναίκα σκελεθρωμένη. Κατόπιν όμως, σαν σοφός που ήταν, κατάλαβε πως η γυναίκα αυτή δεν θα τον φώναζε με το όνομα του αν δεν είχε υπερφυσικό χάρισμα.
Έβγαλε τότε το ράσο του και της το έριξε. Απομακρύνθηκε λίγο και γύρισε τα νώτα του, για να μπορέσει άφοβα να ντυθεί η παράξενη αυτή  γυναίκα.
Εκείνη, αφού πήρε το ράσο και ντύθηκε, στράφηκε στον αββά Ζωσιμά και του είπε:

- Τι θέλεις να μάθεις αββά από μένα, μια αμαρτωλή και τρισάθλια γυναίκα και ασταμάτητα τρέχεις να με συναντήσεις;
Τότε εκείνος γονάτισε στη γη, σύμφωνα με τη συνήθεια, και με ταπείνωση της είπε:

- Ευλόγησε με δούλη του Θεού.

Στην κίνηση αυτή του Ζωσιμά, γονάτισε και η ίδια και του λέει:

- Συ να με ευλογήσεις αββά, που είσαι ιερέας και λειτουργείς τα άχραντα Μυστήρια στο ιερό θυσιαστήριο.

Τα αποκαλυπτικά αυτά λόγια προξένησαν περισσότερο έκπληξη και φόβο στον αββά Ζωσιμά, που κατάλαβε ότι μπροστά του είχε πλέον μια αγία με θεϊκά χαρίσματα.
Με χαρά μεγάλη που αξιώθηκε να γνωρίσει μέσα σ’ αυτήν την ερημιά ένα εκλεκτό σκεύος του Θεού, το οποίο είχε φτάσει στην τελειότητα, συνέχισε να την ικετεύει για να τον ευλογήσει και έλεγε:

- Ω αγία Μητέρα, που σε αξίωσε ο Θεός με χαρίσματα μεγαλύτερα από τα δικά μου, αφού σε στόλισε η θεία Χάρις και με αυτό το προορατικό χάρισμα, ώστε να ξέρεις και το όνομα μου αλλά και την ιερατική μου ιδιότητα, σε παρακαλώ ευλόγησε με.

- Είναι πρέπον ο ιερέας να ευλογεί και να συγχωράει τους αμαρτωλούς ανθρώπους, δούλε του Θεού Ζωσιμά.

- Ναι, πνευματική μας Μητέρα, αλλά ας μη ξεχνάμε και τούτο, ότι η Χάρις του Θεού δεν εξαρτάται από τα αξιώματα αλλά από τα ψυχικά χαρίσματα του αγωνιστή Χριστιανού.

Αυτά είπε ο Ζωσιμάς και δεν ήθελε να σηκωθεί από τη γη μέχρι να τον ευλογήσει η αγία μας.
Εκείνη, αφού κατάλαβε ότι ήταν ανένδοτος ο αββάς Ζωσιμάς, υπάκουσε στην παράκληση του και είπε:

- Ο Θεός ο άγιος, που αγαπά όλους τους ανθρώπους και θέλει τη σωτηρία όλων των αμαρτωλών, να σε ευλογεί αββά.

Όταν ο Ζωσιμάς είπε το <<Αμήν>>,  σηκώθηκαν και οι δύο από το χώμα που ήταν γονατισμένοι και λέει προς τον Γέροντα η αγία:

- Αββά Ζωσιμά, γιατί κόπιασες τόσο πολύ και ήλθες έως εδώ για να συναντήσεις μια γυναίκα αμαρτωλή και τρισάθλια; Μια όμως και σ’ έφερε ο Θεός εδώ πες μου, πως ζουν οι Χριστιανοί, ο κόσμος, οι βασιλιάδες, πως είναι η Εκκλησία του Θεού;

- Με την ευχή σου, Μητέρα οσία, ο Χριστός χάρισε σε όλους ειρήνη. Δέξου όμως την παράκληση μου και προσευχήσου πρώτα για όλο τον κόσμο και τελευταία για μένα τον αμαρτωλό, ώστε να μην αποβεί άσκοπο το χρονικό διάστημα που περνώ στην έρημο.

- Παρόλο που σ’ εσένα έπεσε ο κλήρος, αββά, να κάνεις ευχές και δεήσεις, εφόσον είσαι ιερέας του Θεού του Υψίστου, όμως, αφού με προστάζεις, θα το κάνω με προθυμία.

16. Η ΟΣΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ

Στράφηκε τότε η αγία στην ανατολή, σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται τόσο σιγά, ψιθυριστά, που δεν ακουγόταν καθόλου.
Ο Ζωσιμάς, με σεβασμό μπροστά στην οσιακή αυτή γυναικεία μορφή, κατέβασε τα μάτια του στη γη και  προσευχόταν νοερά.
Επειδή, όμως, πέρασε πολύ ώρα και καθυστερούσε εκείνη πολύ στην προσευχή, δεν άκουγε εξάλλου και τίποτε, γύρισε για μια στιγμή το βλέμμα του ψηλά, πάνω στην αγία. Φόβος τότε και τρόμος κυρίεψαν την καρδιά του.
Η οσία του Θεού, απορροφημένη στην ιερή προσευχή, αιωρείτο στον αέρα, περίπου ένα πήχη πάνω από τη γη.
Όταν το είδε αυτό ο αββάς, τρομοκρατήθηκε περισσότερο και έπεσε στο έδαφος. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε και άρχισε να λέει το <<Κύριε ελέησον>>. Λογισμοί αμφιβολίας άρχισαν να κυριαρχούν μέσα του, μήπως δεν ήταν άνθρωπος αλλά πνεύμα πονηρό που υποκρίνεται ότι προσεύχεται.
Η οσία, η οποία κατάλαβε αμέσως την σύγχυση των λογισμών του Ζωσιμά, ήρθε κοντά του και του λέει:

- Γιατί αββά σε ταράζουν λογισμοί; Δεν είμαι πνεύμα που υποκρίνομαι ότι προσεύχομαι αλλά άνθρωπος, γι’ αυτό μη σκανδαλίζεσαι μαζί μου. Είμαι μια γυναίκα πολύ αμαρτωλή και τρισάθλια, την οποίαν ο Θεός σπλαχνίστηκε. Ο Θεός, αββά, ας μας ελευθερώσει όλους από τις παγίδες του πονηρού.
Λέγοντας αυτά, σφράγισε το σώμα της με το σημείο του τίμιου και ζωοποιού Σταυρού.

17. Ο ΑΒΒΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ ΖΗΤΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ

Μετά απ’ αυτά που άκουσε και είδε, πείσθηκε απόλυτα ο αββάς Ζωσιμάς για την τελειότητα αυτής της γυναίκας και για τη θεία Χάρη που την περιβάλλει.
Γονατίζει με πολύ ταπείνωση μπροστά της, αγγίζει με καταφανή συγκίνηση τα πόδια της και με δάκρυα στα μάτια την παρακαλεί να του εξιστορήσει τη ζωή της λέγοντας:

- Σε εξορκίζω, δούλη του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πες μου, πώς βρέθηκες σ’ αυτήν εδώ την έρημο. Ποια είσαι, από πού κατάγεσαι, πότε και με ποιο τρόπο ήρθες σ’ αυτήν εδώ την σκληρή ερημιά. Πως κατάφερες και άντεξες με όλες αυτές τις ανυπέρβλητες δυσκολίες χωρίς τα στοιχειώδη χρειαζούμενα για να ζήσεις. Για την αγάπη του Θεού, μη μου κρύψεις τίποτα απ’ όλα αυτά που σε αφορούν, ώστε να φανερωθούν τα θαυμάσια του Θεού. Εξάλλου, γι’ αυτόν τον λόγο επέτρεψε ο Θεός να περπατήσω τόσο δρόμο μέσα σ’ αυτήν την αφιλόξενη ερημιά, ένας ανήμπορος ηλικιωμένος, για να δω την οσιότητα σου, και να ωφεληθώ από τους λόγους σου. Μη διστάζεις από ταπείνωση να μου τα διηγηθείς όλα αυτά, γιατί θα με ωφελήσεις με το να με πληροφορήσεις για τους δρόμους της πραγματικής αρετής και άσκησης, που τόσο καιρό παρακαλούσα τον Θεό να μου αποκαλύψει. Πίστεψέ το, ότι ο Θεός για τον οποίον ζεις, Αυτός είναι που οδήγησε τα βήματα μου σ’ αυτή την έρημο. Αν δεν ήταν θέλημα Θεού να σε γνωρίσω και να μάθω πως αγωνίσθηκες δεν θα άφηνε να σε δει κανείς, αλλά ούτε και θα με βοηθούσε να κάνω τόσο πολύ και μεγάλο δρόμο, εγώ που ποτέ δεν κατόρθωσα να βγω έξω από το κελί μου.

Μετά απ’ αυτά που είπε ο Ζωσιμάς στην αγία ερημίτισσα, άνοιξε τότε η οσία το αγιασμένο στόμα της για να εξιστορήσει τη ζωή της.

18. ΕΞΙΣΤΟΡΕΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ

Στα παρακλητικά λόγια του αββά Ζωσιμά, η οσία μας βλέπει το θέλημα του Θεού να διηγηθεί, σαν εξομολόγηση, την άθλια ζωή της, την μετάνοια της, όπως και την απέραντη ευσπλαχνία του Κυρίου μας στον κάθε μετανοημένο αμαρτωλό.
Δεν θα είναι λίγοι αυτοί οι αμαρτωλοί που θα ακούσουν την ζωή της και θα παρηγορηθούν. Θα διώξουν κάθε απελπισία από το πλήθος των αμαρτιών τους και θα τρέξουν και αυτοί με εμπιστοσύνη στην αγκαλιά του Θεού, όπως ίδια, για να βρουν συγγνώμη και έλεος.
Σηκώνει λοιπόν τα δακρυσμένα μάτια της στον ουρανό, λες και ήθελε να ζητήσει πρώτα την ουράνια συγνώμη για όλα αυτά τα άσχημα και αισχρά που έπραξε στη ζωή της και που τώρα έπρεπε να διηγηθεί, και με καταφανή λύπη να του λέει:

- Ντρέπομαι, αββά Ζωσιμά, να σου διηγηθώ εγώ η τρισάθλια και αμαρτωλή τα αισχρά και ελεεινά έργα μου, γιατί είναι γεμάτα ντροπή και δυσωδία. Θα το κάνω όμως σαν εξομολόγηση, αφού ο Θεός σε έστειλε εδώ για να τα ακούσεις και ως ιερέας να με συγχωρήσεις. Όταν θα αρχίσω τη διήγηση μου, σίγουρα θα αναγκαστείς να φύγεις από κοντά μου, ακούγοντας τις κακές μου πράξεις, όπως φεύγει βιαστικά κάποιος μακριά όταν βλέπει φίδι, γιατί εγώ στα νιάτα μου είχα γίνει όργανο του διαβόλου. Όμως, δεν θα παραλείψω τίποτα αλλά θα σου τα πω όλα. Μόνο μη σταματήσεις να προσεύχεσαι για μένα, μήπως βρω έλεος από το Θεό κατά την ημέρα της Κρίσεως.

Και ενώ τα δάκρυα και των δύο έτρεχαν ασταμάτητα, άρχισε να διηγείται η οσία του Θεού την συγκινητική της ιστορία, από τότε που έφυγε από το πατρικό της σπίτι για ν’ αρχίσει μια ζωή γεμάτο ασωτία και αμαρτία, όπως την περιγράψαμε στην αρχή.
Την διήγηση της διέκοπταν κατά διαστήματα τα σπαρακτικά κλάματά της, που α οποία έλουζαν το πρόσωπο της και πότιζαν την καυτή άμμο της ερήμου.
Χρειάστηκε πολλές φορές να επέμβει και να την παρηγορήσει ο αββάς Ζωσιμάς, για να μπορέσει να συνεχίσει.
Διηγόταν, η ευλογημένη, το πλήθος των αμαρτωλών πράξεων της από τη μια και θαύμαζε για το πλήθος της θεϊκής ευσπλαχνίας ο Ζωσιμάς, από την άλλη.
Πρώτα η αμαρτία έκανε αυτή την γυναίκα να έρπει σαν φίδι στη γη και να δηλητηριάζει τους νέους, ανοίγοντας γι’ αυτούς τις πύλες της κόλασης και μετά, το ασύγκριτο μεγαλείο της μετάνοιας την σηκώνει μέχρι τον ουρανό, την καθαρίζει από κάθε βρωμιά, την ντύνει με κάθε πνευματικό στολίδι και την αγιάζει.
Ποιος μπορεί να μη θαυμάσει τη μεγάλη δύναμη της μετάνοιας, το καταπληκτικό αυτό δώρο του Θεού στον άνθρωπο, όταν διαπιστώνει κανείς από τον βίο της οσίας αυτής, πως η Χάρις του Θεού, για να αγιάσει έναν μετανοημένο άνθρωπο, δεν εμποδίζεται καθόλου και με τίποτα από οποιαδήποτε αμαρτία, όσο μεγάλη και ακραία μπορεί να είναι αυτή. Παράδειγμα η αγία μας. Ποια αμάρτησε τόσο φοβερά και τόσο πολύ όσο αυτή; 
Δοξασμένος να είσαι Θεέ μου, που μας έδωσες το πολύτιμο αυτό δώρο, το μυστήριο της μετάνοιας, για να μπορούμε να βρίσκουμε ξανά το δρόμο της αγάπης Σου και την στοργική αγκαλιά Σου!
Όμως, ας γυρίσουμε πάλι πίσω, στην συγκινητική ιστορία της ευλογημένης αυτής γυναίκας.

19. ΖΗΤΑ ΝΑ ΤΗΣ ΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Σαν τέλειωσε η οσία μας την εξομολόγηση της, έκλαψε πολύ και είπε στον αββά Ζωσιμά:

- Άγιε Γέροντα, όλα αυτά που άκουσες, σε εξορκίζω στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μην τα πεις σε κανένα μέχρι να πεθάνω. Πήγαινε τώρα στο καλό και τον ερχόμενο χρόνο έλα πάλι να με δεις .Στην αρχή της Μ. Σαρακοστής μην περάσεις τον Ιορδάνη, όπως είναι η συνήθεια στο Μοναστήρι σας, γιατί δεν θα μπορέσεις. Τη Μεγάλη Πέμπτη όμως, πάρε τη Θεία Κοινωνία και έλα στον Ιορδάνη. Εκεί θα σε περιμένω για να μεταλάβω, γιατί από τότε που κοινώνησα στο ναό του Τιμίου Προδρόμου, πριν έρθω εδώ σ’ αυτή την έρημο, δεν κοινώνησα ξανά. Σε ικετεύω, αββά Ζωσιμά, μην παραβλέψεις την παράκληση μου. Να πεις δε στον Ηγούμενο του Μοναστηριού σας, τον αββά Ιωάννη, να προσέχει περισσότερο, γιατί κάποια πράγματα που γίνονται στο Μοναστήρι πρέπει να διορθωθούν. Αυτά δεν θα τα πεις τώρα αλλά μόλις ο Κύριος σου επιτρέψει να τα πεις.

Αυτά είπε η οσία μας στον Ζωσιμά και αμέσως, αφού έκαμε εδαφιαία μετάνοια στον αββά, ζητώντας την ευλογία του, έφυγε αμέσως στην εσωτερική έρημο.
Απόμεινε μόνος του ο αββάς, να δοξάζει το Θεό και να τον ευχαριστεί, επειδή αξιώθηκε να γνωρίσει μια τόσο μεγάλη αγία ερημίτισσα την οποίαν στόλισε η θεία Χάρις με τόσα μεγάλα χαρίσματα, όπως το προορατικό, ώστε να γνωρίζει ακόμη το όνομα του ηγουμένου του, τις συνήθειες του μοναστηριού του, τα προβλήματα και τα σφάλματα των πνευματικών του αδελφών και τόσα άλλα.
Αφού γονάτισε και ασπάστηκε το χώμα που πατούσε προηγουμένως η οσία μας, πήρε σιγά - σιγά το δρόμο της επιστροφής, ψάλλοντας στο Θεό ύμνους ευχαριστίας και δοξολογίας.

20. ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ

Ο ένας χρόνος κύλισε τόσο αργά για τον αββά Ζωσιμά, που του φάνηκε σαν δεκαετία, επειδή ζούσε τη χαρά και την αγωνία πότε να ξανασυναντήσει την αγία μας. Σε κανένα, βέβαια, δεν είπε απολύτως τίποτα.
Μόλις όμως έφτασε η Μεγάλη Σαρακοστή και όλοι οι Πατέρες, κατά τη συνήθεια του Μοναστηριού, θα έβγαιναν στην έρημο, μια αναπάντεχη ασθένεια δεν επέτρεψε στον Ζωσιμά να βγει και αυτός μαζί με τους άλλους στην αγαπημένη του έρημο για να συναντήσει την αγία μας.    
Θυμήθηκε τότε αυτό που η ίδια του είχε πει. Δηλαδή ότι, αν θελήσει να περάσει τον Ιορδάνη, δεν θα μπορέσει, και θαύμασε για άλλη μια φορά το προφητικό της χάρισμα.
Όταν ήρθε η Μεγάλη Πέμπτη, κατά την υπόσχεση που έδωσε στην αγία ερημίτισσα, πήρε τη Θεία Κοινωνία και ένα μικρό καλαθάκι με λίγες φακές βρεγμένες, λίγα σύκα, λίγους χουρμάδες και λίγο νερό και ήρθε στον Ιορδάνη ποταμό, περιμένοντας την οσία.
Επειδή η ώρα περνούσε και η αγία μας δεν φαινόταν, κάθισε κάτω, εκεί στο χείλος του ποταμού και δάκρυα λύπης και θλίψης πλημμύρισαν το γεροντικό του πρόσωπο.
Φοβόταν μήπως της συνέβηκε κάτι και δεν μπόρεσε να έρθει, εκτός αν ήρθε πιο νωρίς και επειδή δεν τον βρήκε έφυγε.
Στην αγωνία του αυτή, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και ικέτευσε το Θεό με όλη του την καρδιά, να του επιτρέψει να δει και πάλι το εκλεκτό αυτό σκεύος της ερήμου, όταν ένας άλλος λογισμός ήρθε να τον κουράσει ακόμα περισσότερο. Πως θα περνούσε η αγία τον Ιορδάνη ποταμό, αφού  κανένα πλοιάριο δεν υπήρχε εκεί κοντά;

21. ΠΕΡΠΑΤΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

Ενώ τέτοιες στενάχωρες σκέψεις ταλαιπωρούσαν τον Ζωσιμά, κύλισε η μέρα και ήρθε η νύχτα, με ένα υπέροχο φεγγάρι να φωτίζει σχεδόν σαν μέρα την ακροποταμιά. 
Ξαφνικά, η καρδιά του σκίρτησε από χαρά.
Βλέπει κάτω από το έντονο φως του φεγγαριού, απέναντι από το ποτάμι, να εμφανίζεται η αγία μας,  να κάνει το σημείο του Σταυρού πάνω στα νερά του Ιορδάνη και, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ζωσιμά, να περπατά πάνω στα νερά του ποταμού.
Στο παράξενο και υπερφυσικό αυτό θέαμα, ο Ζωσιμάς έκανε να γονατίσει και να προσκυνήσει την αγία μας.
Αυτή όμως έτρεξε πιο γρήγορα κοντά του, για να τον εμποδίσει λέγοντας:

- Τι κάνεις εκεί αββά, εσύ είσαι ιερέας και κρατάς τα άγια Μυστήρια και πας να βάλεις μετάνοια σε μένα, μια τρισάθλια και αμαρτωλή γυναίκα; Εσύ πρέπει να με ευλογήσεις.

- Συγχώρησε με, αγία Μητέρα, τον ταπεινό σου δούλο, αλλά η καρδιά μου θαύμασε πάνω σε σένα το μεγαλείο της αγάπης και ευσπλαχνίας του Θεού. Πως ο Θεός δέχεται την μετάνοια του ανθρώπου και τον γεμίζει με τόσα υπερφυσικά θεϊκά δώρα και χαρίσματα, σαν αυτά που τώρα εγώ είδα. Δοξασμένος να είναι ο Κύριος και Θεός μας, που με αξίωσε να δω ένα εκλεκτό σκεύος της Χάριτος Του, εσένα, και να μου φανερώσει πόσο απέχω από την τελειότητα.

22. ΜΕΤΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΑ ΑΧΡΑΝΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

Ενώ αυτά έλεγε ο σεβάσμιος Γέροντας, η αγία ερημίτισσα είχε γονατίσει με φανερή ευλάβεια, κατάνυξη και τρυφερή αγάπη μπροστά στα άγια Μυστήρια.
Μια μυστική προσευχή από τα βάθη της καρδιάς της ξεχύθηκε σαν θυμίαμα πνευματικό στον ουρανό και έκανε μαζί με τα χαριτόβρυτα μύρα των δακρύων της, να γεμίσει o αέρας από ένα μεθυστικό θεϊκό άρωμα.
Σαν τέλειωσε τη μυστική προσευχή, άρχισε να απαγγέλει το σύμβολο της πίστης, το <<Πιστεύω>> και το <<Πάτερ ημών>>.
Μετά ασπάστηκε, όπως ήταν η συνήθεια στα μοναστήρια, τον αββά Ζωσιμά και μετάλαβε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Με δάκρυα στα μάτια ευχαρίστησε τον Θεό που την αξίωσε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων και είπε:

- Νυν απολύεις την δούλην σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριον Σου.

Αφού ευχαρίστησε τον αββά για την εξυπηρέτηση που της έκανε και αφού του ευχήθηκε να γυρίσει με το καλό πίσω στο μοναστήρι του, τον παρακάλεσε να έρθει οπωσδήποτε και τον επόμενο χρόνο για να την δει.
Του έδωσε δε σαν σημείο συνάντησης τον ξεροπόταμο εκείνο που είχαν πρωτοσυναντηθεί.
Ο Ζωσιμάς, αφού την παρακάλεσε να προσεύχεται γι’ αυτόν, της έδωσε το μικρό καλαθάκι που έφερε μαζί του με τα νηστίσιμα εκείνα φαγητά.
Αυτή όμως δεν το κράτησε, αλλά για να μην τον στεναχωρήσει, πήρε σαν ευλογία με τα άκρα των δακτύλων της μόνο τρεις κόκκους φακής για να φάει, λέγοντας πως μπορεί η Χάρις του Θεού να θρέψει και να συντηρήσει τον άνθρωπο που είναι απόλυτα δοσμένος στο Θεό.
Έσκυψε μετά ενώπιον του σεβάσμιου Γέροντα για να την ευλογήσει και, αφού με ταπείνωση τον ικέτευσε να προσεύχεται γι’ αυτήν, σταύρωσε τα νερά του Ιορδάνη και πέρασε τον ποταμό, περπατώντας πάνω στα νερά, όπως και την πρώτη φορά.
Ο αββάς Ζωσιμάς γύρισε χαρούμενος πίσω στο μοναστήρι του, με μια μόνο μικρή στεναχώρια να τον απασχολεί. Δεν είχε ρωτήσει ποιο ήταν το όνομα της αγίας. Ευτυχώς θα την ξανασυναντούσε την επόμενη χρονιά και έτσι θα μπορούσε να μάθει πως την έλεγαν.

23. ΤΗΝ ΒΡΙΣΚΕΙ ΝΕΚΡΗ

Όταν ο χρόνος πέρασε και μπήκε η Μεγάλη Σαρακοστή, ο αββάς Ζωσιμάς βγήκε πάλι, κατά τη συνήθεια του Μοναστηριού, στην έρημο του Ιορδάνη.
Με χαρά βάδιζε γρήγορα μέσα στην ερημιά, κοιτώντας με αγωνία δεξιά και αριστερά, μήπως συναντήσει την αγία μας ερημίτισσα. Περπατούσε ασταμάτητα με κόπο, λόγω της ηλικίας του, αλλά και της ζεστής άμμου που κάνει το περπάτημα ακόμα πιο δύσκολο και κοπιαστικό. Μάταια, όμως, έψαχνε κάπου να την δει.
Με πίκρα και βαθιά θλίψη, λουσμένος στα δάκρυα της αγωνίας, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και παρακάλεσε τον Θεό να του δείξει που θα βρει τον ανεκτίμητο θησαυρό, το σκεύος αυτό της εκλογής, την αγία ερημίτισσα.
Προχωρούσε διαρκώς, μέχρι που έφτασε κοντά στο γνωστό εκείνο ξεροπόταμο, που είχαν πρωτογνωριστεί. Μια σκιά στο έδαφος από μακριά τον έκανε να χαρεί, πιστεύοντας ότι επιτέλους βρήκε την οσία μας. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να έρθει κοντά. Η χαρά του όμως μετατράπηκε σε πίκρα και απερίγραπτη στεναχώρια. Ήταν πράγματι η αγία μας, όχι όμως ζωντανή αλλά νεκρή, γυρισμένη προς το μέρος της ανατολής, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της.
Γονάτισε ο σεβάσμιος Γέροντας κοντά της και με τα δάκρυα του έπλυνε τα πόδια της. Αφού είπε διάφορες προσευχές και έψαλλε κατάλληλους ψαλμούς, βρέθηκε σε απορία τι να κάνει τώρα. Δεν ήξερε αν ήθελε η οσία να την θάψει ή όχι. Ενώ αυτά σκεφτόταν, με άλλο ένα θαύμα αποκάλυπτε η αγία την θέληση της. Είδε, λίγο πιο πάνω από το κεφάλι της, χαραγμένες στη γη τις εξής λέξεις:

<<Αββά Ζωσιμά, θάψε το σώμα της ταπεινής Μαρίας σ’ αυτόν εδώ τον τόπο που το βρήκες και προσευχήσου στο Θεό για μένα, που πέθανα το μήνα Φαρμουθή (Απρίλιος), τη νύκτα εκείνη που μετάλαβα>>.

24. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ

Σαν διάβασε ο Ζωσιμάς τα λόγια αυτά χάρηκε γιατί έμαθε επιτέλους το όνομα της αγίας μας αλλά και θαύμασε το πως μέσα σε μια νύκτα, από τότε που μετάλαβε, πέρασε η αγία μας για να έρθει εδώ μια απόσταση είκοσι περίπου ημερών πεζοπορίας.  Μάλιστα, απόρησε και για το ποιος έγραψε αυτά τα λόγια, αφού του είπε η οσία Μαρία πως δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Δόξασε για όλα αυτά τα θαυμάσια τον Θεό και βρέχοντας με δάκρυα το σκήνωμα της οσίας ετοιμάστηκε να το θάψει.
Προβληματίστηκε, όμως, πώς θα σκάψει τη γη, αφού το χώμα γύρω - γύρω από την περιοχή αυτή του ξεροπόταμου ήταν σκληρό και αυτός δεν είχε καθόλου κάποιο εργαλείο για να ανοίξει το λάκκο. Ένα μικρό ξύλο που βρήκε λίγο πιο πέρα, δεν τον βοήθησε στο έργο αυτό. Απόμεινε έτσι λυπημένος να αναρωτιέται τι να κάνει.
Ένα μουγκρητό λιονταριού τον έκανε να σταματήσει τις στενάχωρες σκέψεις και να τρομάξει υπερβολικά. Φόβος και τρόμος κατέλαβε την ψυχή του.
Με έκπληξη, όμως, είδε να κατευθύνεται το λιοντάρι ήρεμα στο νεκρό σώμα της οσίας Μαρίας, να το κοιτά λυπημένα και να γλύφει στη συνέχεια τα αγιασμένα της  πόδια. Έπειτα ήρθε και κοντά του για να γλύψει με σεβασμό και τα δικά του πόδια, λες και ήταν άνθρωπος.
Κατάλαβε τότε ο Ζωσιμάς, πως το λιοντάρι ήταν σταλμένο από το Θεό για να επιτελέσει κάποιο έργο, μια και η αγία του είχε πει πως ουδέποτε είχε δει άνθρωπο ή θηρίο.
Γύρισε λοιπόν προς το λιοντάρι και σαν να μιλούσε σε άνθρωπο του λέγει:

- Επειδή θηρίο ανήμερο σε έστειλε εδώ η δύναμη του Θεού για να με βοηθήσεις να θάψουμε την οσία, μια και εγώ είμαι γέρος ανήμπορος και δεν μπορώ να σκάψω τη γη, σκάψε εσύ το χώμα για να θάψουμε το λείψανο της.

Δεν πρόλαβε καλά - καλά να τελειώσει τα λόγια του ο Ζωσιμάς, όταν το λιοντάρι άρχισε αμέσως να σκάβει γρήγορα με τα μπροστινά του πόδια το λάκκο.
Σαν τέλειωσε το έργο του το θηρίο, κατέβασε ο Ζωσιμάς με προσοχή το λείψανο της οσίας μέσα στον τάφο και αντί για άλλα μύρα και λιβάνι έλουσε με τα δάκρυα του το σκήνωμα της οσίας, ικετεύοντας την να προσεύχεται για όλο τον κόσμο και γι’ αυτόν.
Μετά ανέλαβε το λιοντάρι πάλι να σκεπάσει τον τάφο της οσίας με το χώμα, ρίχνοντας το μέσα με τα πόδια του.
Αφού προσευχήθηκε πολύ με δάκρυα και αναφιλητά πάνω από τον τάφο της ο Ζωσιμάς, αναχώρησαν και οι δυο, αυτός για το μοναστήρι του και το λιοντάρι για το εσωτερικό της ερήμου.
Υμνούσε και δόξαζε το Θεό ακατάπαυστα, που αξιώθηκε να δει τα μεγαλεία του Θεού σε μια πρώην άσωτη και άθλια γυναίκα, που χάρη στη μεγαλειώδη μετάνοια της έγινε σκεύος εκλεκτό της χάριτος του Θεού.
Όταν έφθασε στο μοναστήρι του, διηγήθηκε στους έκπληκτους αδελφούς όλα αυτά που αξιώθηκε να δει και να ακούσει στην έρημο του Ιορδάνη. Οι αδελφοί θαύμασαν για όλα αυτά που άκουσαν, για τη θαυμαστή ζωή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και από τότε τιμούσαν κάθε χρόνο με ευλάβεια και πολύ αγάπη την αγία μνήμη της.
Κατά την παραγγελία της αγίας, ο Ηγούμενος Ιωάννης ερεύνησε και βρήκε κάποια σφάλματα στο Μοναστήρι, τα οποία αγωνίστηκε και διόρθωσε.
Ο αββάς Ζωσιμάς έζησε σ’ αυτό το μοναστήρι για πολλά ακόμα χρόνια και πέθανε με φήμη και βιωτή αγίου σε ηλικία 100 χρονών.

Η αγία μας Εκκλησία κατέταξε την οσία Μαρία στο αγιολόγιο της και θέσπισε να γιορτάζεται η μνήμη της την 1η Απριλίου και την Ε΄ Κυριακή Νηστειών.

Είθε με τις ευχές της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας να μας δίνει πάντοτε ο Θεός καλή μετάνοια, για να αξιωθούμε, όπως εκείνη, της Βασιλείας των Ουρανών.

  ___________________________
(Βίος υπό του π. Ελπιδίου Βαγιανάκη, Εκδόσεις Φως Χριστού)


πολυτκιον 
χος πλ. α’. Τν συνάναρχον Λόγον.

Φωτισθεσα νθέως Σταυρο τ χάριτι, τς μετανοίας δείχθης φωτοφανς λαμπηδών, τν παθν τν σκοτασμν λιποσα πάνσεμνε, θεν ς γγελος Θεο, Ζωσιμ τ ερ, ράθης ν τ ρήμω, Μαρία «σιε Μτερ» μεθ' ο δυσώπει πρ πάντων μν.


τερον πολυτκιον
χος πλ. δ’.
ν σοί Μτερ κριβς διεσώθη τό κατ εκόνα· λαβοσα γάρ τόν σταυρόν, κολούθησας τ Χριστ, καί πράττουσα δίδασκες, περορν μν σαρκός, παρέρχεται γάρ· πιμελεσθαι δέ ψυχς, πράγματος θανάτoυ· διό καί μετά γγέλων συναγάλλεται, σία Μαρία τό πνεμά σου.

Κοντκιον
χος γ'. Παρθένος σήμερον.
πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστο νύμφη σήμερον, τ μετανοί δείχθης, γγέλων τήν πολιτείαν πιποθοσα, δαίμονας, Σταυρο τ πλ καταπατοσα, διά τοτο βασιλείας, φάνης νύμφη Μαρία πάνσεμνε.