Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ και η συγχώρεση του φονιά του αδελφού του +17 ΔΕΚ, +23 ΑΥΓ


ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, ΕΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

(+17 Δεκεμβρίου, +23 Αυγούστου)

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΥ ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΤΟΝ ΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ


Ήταν απόγευμα και ο ηγούμενος της Ι. Μονής Παναγίας Αναφωνήτριας στη Ζάκυνθο, Διονύσιος Σιγούρος κλάδευε τα δέντρα του περιβολιού του μοναστηριού, όταν ένα νέος άντρας, τρομαγμένος κι ανήσυχος, πλησίασε και πέφτοντας στα πόδια του Διονυσίου ψιθύρισε: 
“Σώσε με, γέροντα. Με κυνηγούν να με σκοτώσουν”, ρίχνοντας αγωνιώδεις ματιές στην αυλόπορτα. 
Ο ηγούμενος, που σαν Ζακυνθινός γνώριζε όλους τους συντοπίτες του, κατάλαβε πως ο επισκέπτης ήταν ξένος. 
“Ποιος, παιδί μου, καταδιώκει έναν ξένο άνθρωπο στο φιλόξενο νησί μας;” ρώτησε παραξενεμένος. 
“Οι Σιγούροι, γέροντα.” 
Ξαφνιάστηκε ξανά ο γέροντας, καθώς άκουσε πως τον ξένο κυνηγούσαν συγγενείς του. 
“Γιατί σε κατατρέχουν οι Σιγούροι;”, τον ρώτησε ο ηγούμενος. 
“Έκαμα φονικό, δέσποτα”.
Ο Διονύσιος έμεινε εμβρόντητος. “Ποιον σκότωσες;”, τον ρωτά. 
“Τον άρχοντα Κωνσταντίνο Σιγούρο”, του απαντά εκείνος κατεβάζοντας τα μάτια. 
Πληγώθηκε κατάκαρδα ο ηγούμενος, καθώς άκουσε πως σκοτωμένος ήταν ο αδερφός του! 
Τα μάτια του υγράνθηκαν. Συναισθήματα θλίψης κι οργής τον τύλιξαν και για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του να εκδικηθεί το φονιά του αδερφού του, παραδίνοντάς τον για άμεση και δίκαιη τιμωρία. Όμως, ευθύς αμέσως μετάνιωσε για τη σκέψη του. Χαλιναγώγησε το πάθος της εκδίκησης, που γεννήθηκε στην ψυχή του. Όχι, δεν έπρεπε να πάρει εκδίκηση. Θυμήθηκε πως ο Κύριος είχε συγχωρήσει τους σταυρωτές Του πάνω στο σταυρό. «Κύριε, ελέησόν με, τον αμαρτωλό», ψιθύρισε κι έκαμε το σημείο του σταυρού.
Στράφηκε στο φονιά και, δίχως να του αποκαλύψει πως ήταν αδερφός του θύματος, τον ρώτησε ήρεμα:
“Γιατί, παιδί μου, σκότωσες αυτόν τον καλό άρχοντα του νησιού;”
Κι εκείνος όλο αγωνία και τρόμο είπε βιαστικά:
“Η κακιά η ώρα, γέροντα. Μα μην το ψάχνεις. Κρύψε με μονάχα, σε παρακαλώ, να γλιτώσω από τη δικαιολογημένη οργή τους. Κρύψε με, γιατί όπου να ναι καταφτάνουνε στο μοναστήρι και θα με τουφεκίσουν.”
Τότε ο Διονύσιος, πράττοντας κατά μίμηση Χριστού,του είπε:
“Θα σε κρύψω. Ακολούθα με.” 
Τον έκρυψε σε απόκρυφο μέρος, που μήτε οι καλόγεροι δεν γνώριζαν.
Μόλις που πρόλαβε ν' ασφαλίσει το φονιά κι οι Σιγούροι, ξαδέρφια και συγγενείς του, κατέφτασαν αρματωμένοι, κατάκοποι και αγριεμένοι:
“Πού είναι ο φονιάς, γέροντα;”, τον ρώτησαν χωρίς περιστροφές.
Ο πατέρας Διονύσιος έκανε πως δεν γνώριζε τίποτε:
“Δεν είμαστε φονιάδες εδώ, αδέρφια μου.”
“Δε λέμε για τους ανθρώπους του μοναστηριού, αλλά για το φονιά που τρύπωσε δω μέσα πριν από λίγο.”,
του απάντησαν.
Ο ηγούμενος κράτησε όλη την ψυχραιμία του. 
Έπρεπε να τους πείσει όχι μονάχα με λόγια, αλλά και με τη στάση του, πως ο φονιάς δεν ήταν εκεί. Αν υποψιάζονταν πως τον έκρυβε για λόγους χριστιανικής ανεξικακίας, εκείνοι θα κάναν το παν να τον ανακαλύψουν. 
“Γιατί πρόκειται;” ρώτησε ο Διονύσιος. 
Εκείνοι του εξιστόρησαν τα γεγονότα όλα κι ο Άγιος άφησε τα δάκρυά του, που ως τότε συγκρατούσε με κόπο, να τρέξουν στο πρόσωπό του. Θρήνησε βουβά τον άδικο χαμό του αγαπημένου του αδερφού. 
Μετά από λίγες στιγμές ο Διονύσιος τους ρώτησε, σκουπίζοντας τα μάτια του: 
“Ναι, αδέρφια μου, μα τώρα τι γυρεύετε με τα ντουφέκια στο Μοναστήρι;” 
Ένας από τους διώκτες του απάντησε: 
“Είδαμε πως ο φονιάς τράβηξε κατά δω, γέροντα, και νομίσαμε πως θα σου γύρευε καταφύγιο. Όμως, πάμε, φεύγουμε, κάπου εδώ γύρω θα κρύβεται, αλλά θα τον βρούμε. Δε θα γλιτώσει.” 
Οι Σιγούροι άφησαν το Μοναστήρι και συνέχισαν την αναζήτηση του φονιά στο νησί. 
Όταν οι συγγενείς του ξεμάκρυναν, ο πατέρας Διονύσιος, πήγε στην κρυψώνα και κάλεσε το φονιά να βγει έξω. Μόλις εκείνος βγήκε, του καταφίλησε τα χέρια: “Σ' ευχαριστώ, άγιε ηγούμενε. Μου έσωσες τη ζωή.” 
Κι ο Άγιος τον ρώτησε: 
“Άνθρωπέ μου, γνωρίζεις ποιος είμαι;” 
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. 
“Είμαι ο αδερφός του σκοτωμένου”, του είπε με φωνή γεμάτη πόνο. 
“Ο αδελφός μου, που εσύ του αφαίρεσες τη ζωή, κανέναν δεν είχε βλάψει. Γιατί το έκανες;” 
Σάστισε ο φονιάς. Χλώμιασε ενώ το πάνω χείλι του τρεμόπαιξε: 
“Κακιά ώρα, δέσποτα”, δικαιολογήθηκε ξανά τραυλίζοντας. 
“Πρέπει, αδελφέ μου, να μετανιώσεις γι' αυτή σου την πράξη. Να γυρέψεις συχώρεση από το Θεό. Αν χάσεις την ψυχή σου, τα 'χεις όλα χαμένα.”, του 'πε ο Ηγούμενος. 
Ο άλλος έβαλε τα κλάματα λέγοντας με συντριβή: 
“Μετανιώνω, γέροντα, μετανιώνω.”. 
Ο πατέρας Διονύσιος τον συγχώρεσε. Του έδωσε μάλιστα και κάποια χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες και τον συνόδεψε στο γιαλό, όπου τον μπαρκάρισε σε περαστικό καράβι για την Πελοπόννησο.



Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ 
Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1547. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια του νησιού. Το όνομα του ήταν Γραδενίγος ή Δραγανίγος Σιγούρος και ήταν γόνος της φημισμένης οικογένειας των ‘Σιγούρων’.
 
Η οικονομική άνεση της οικογένειάς του, του έδωσε την ευκαιρία να λάβει μια πλατιά μόρφωση για την εποχή εκείνη. Σπούδασε την αρχαία ελληνική γλώσσα, την λατινική και την ιταλική. Σε νεαρή ηλικία προτίμησε τον μοναχικό βίο γι’ αυτό απαρνήθηκε τα πάντα και κατέφυγε στην Βασιλική Ιερά Μονή των Στροφάδων νήσων. Στην ίδια μονή κείρεται μοναχός και χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος. Η απόφασή του να γίνει μοναχός ‘συγκλόνισε’ την αριστοκρατική κοινωνία της Ζακύνθου, και η ασκητικότητά του κατέπληξε τους μοναχούς της μονής του.
 
Σε ηλικία 21 ετών μένει ορφανός, και το 1568 η κοινότητα Ζακύνθου του παραχωρεί την ορεινή Μονή της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Το 1570 γίνεται ηγούμενος της Μονής και λαμβάνει το όνομα Δανιήλ.
 
Μερικά χρόνια μετά αποφασίζει να πραγματοποιήσει προσκυνηματικό ταξίδι στους Αγίους Τόπους. Στο σύντομο πέρασμά του από την Αθήνα, επισκέπτεται τον Μητροπολίτη Αθηνών Νικάνορα, ο οποίος τον παρακινεί να αναλάβει την Αρχιεπισκοπή Αίγινας, καθότι αυτή χήρευε πάνω από τρεις αιώνες.
 
Ο Δανιήλ τελικά δέχθηκε και το 1576 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Αίγινας και πήρε το όνομα Διονύσιος προς τιμήν του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Εγκαταστάθηκε στην Μητρόπολη της Παλιαχώρας, την Επισκοπή. Στην Αίγινα παρέμεινε σχεδόν τρία χρόνια. Η εποχή ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Οι καταστροφές του Μπαρμπαρόσσα, οι σφαγές και η αιχμαλωσία 4.000 κατοίκων ήταν νωπές στην μνήμη των Αιγινητών. Η παρουσία του Διονυσίου στην Αίγινα ήταν σημαντική. Κατάφερε σε αυτό το σύντομο διάστημα να μετατρέψει την Επισκοπή σε πνευματικό κέντρο και σε χώρο λατρείας. Εμψύχωνε και παρηγορούσε τους πληγωμένους Αιγινήτες, τους έτρεφε με πνευματική τροφή, τους στήριζε και τους χάριζε την ελπίδα. Σήμερα στην Παλιαχώρα της Αίγινας σώζονται ο πέτρινος θρόνος του έξω από την Επισκοπή, στον οποίο καθόταν και δίδασκε με πατρική φροντίδα το ποίμνιό του, καθώς και το κελλί του, το Επισκοπείον.
Παρέμεινε λίγο στην Αίγινα όπως είπαμε και προηγουμένως..
 
Ο Άγιος νοστάλγησε την σιωπή, την απομόνωση και την ερημική ζωή του μοναστηριού του. Το 1579 αρρωσταίνει και αποφασίζει να επιστρέψει στην Μονή του στην Ζάκυνθο. Προηγουμένως φροντίζει για τον διάδοχό του. Παραιτείται από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο του, παρά τις παρακλήσεις των Αιγινητών. Προτιμά την ησυχία και την άσκηση παρά τον έπαινο των ανθρώπων, που μπορούσε να του καλλιεργήσει την περηφάνεια και τον εγωισμό.
 
Όταν έρχεται στην Ζάκυνθο, αναλαμβάνει τοποτηρητής επίσκοπος, επειδή η θέση του επισκόπου είναι κενή. Είναι πλέον 35 ετών. Ύστερα από πολύ προβληματισμό, επιστρέφει στην Ιερά Μονή της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Ο εγκλεισμός του στο μοναστήρι μπορεί για κάποιους να μην είναι κατανοητός. Ο Άγιος όμως προτιμά την ησυχία, την αγγελική πολιτεία της αληθινής αγάπης.
 
Είναι γνωστό το περιστατικό από την ζωή του Αγίου, όταν συγχώρεσε, έκρυψε και φυγάδευσε σε άλλο τόπο τον ίδιο τον φονιά του αδελφού του Κωσταντίνου. 
Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άγιος προφασίστηκε και προσποιήθηκε ότι δεν ήξερε τίποτε, όταν οι στρατιώτες τον επισκέφτηκαν στην προσπάθειά τους να βρουν τον φονιά.
 
Τελικά εκοιμήθη σε ηλικία 75 ετών, στις 17 Δεκεμβρίου του 1622, με τελευταία του επιθυμία να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Στροφάδων, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας. Τρία έτη μετά εξετάφη και το λείψανό του στην ανακομιδή παρεδόθη ακέραιο όπως και παραμένει μέχρι και σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό του αγίου στην Ζάκυνθο.
 
Η μνήμη του Αγίου εορτάζεται στις 17 Δεκεμβρίου, και η ανακομιδή του σεπτού λειψάνου του από τις Στροφάδες στην Ζάκυνθο, στις 24 Αυγούστου.
 
Στην Παλιά Χώρα της Αίγινας ο επισκέπτης συναντά το κελλί του Αγίου Διονυσίου, ενώ έξω από την είσοδο του Ναού της Επισκοπής διασώζεται ένας μικρός πέτρινος θρόνος, από τον οποίο ο Άγιος κήρυττε προς το ποίμνιό του και μοίραζε το αντίδωρο.
Επίσης ο Άγιος είναι προστάτης του νοσοκομείου της Αίγινας, το οποίο ίδρυσε ο Αρχιμ. Παντελεήμων Φωστίνης, και στον περίβολο του υπάρχει παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο, το οποίο έκτισε ο γέροντας Ιερώνυμος Αποστολίδης και ο οποίος ιερουργούσε εκεί.
Στην Αίγινα αφιερωμένα στον Άγιο Διονύσιο είναι το δεξιό κλίτος του καθολικού της Ιεράς Μονής Παναγίας Χρυσολεοντίσσης και το δεξιό κλίτος του Μητροπολιτικού Ναού της πόλης.
Στο χωριό Παχεία Ράχη της Αίγινας υπάρχει ενοριακός Ναός αφιερωμένος στον Άγιο, κτισμένος τον 19ο αιώνα μ.Χ.
 ___________________________

Απολυτίκιο Αγίου Διονυσίου


Ἦχος α  Τοῦ λίθου σφραγισθέντος

Τῆς Ζακύνθου τὸv γόνον καὶ Αἰγίvης τὸν πρόεδρον, τὸv φρουρὸν μονῆς τὼv Στροφάδωv, Διοvύσιοv ἅπαντες, τιμήσωμεv συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικριvῶς· Tαῖς λιταῖς τοὺς τὴv σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι· δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖv, πρέσβυν ἀκοίμητον.