Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

ΒΙΟΣ και ΔΙΔΑΧΕΣ Αγ. Ιωάννη Κροστάνδης, + 20 Δεκεμβρίου



Ο βίος του Αγ. Ιωάννη Κροστάνδης
(+ Εορτάζει στις 20 Δεκεμβρίου)
 

 Ο Ιβάν Ίλιτς Σέρκιεφ γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1829 στη Σούρα, μικρό χωριό στην επαρχία του Αρχαγγέλου, στο Ρωσικό Άπω Βορρά, από γονείς φτωχούς. 
Ο πατέρας του ήταν νεωκόρος και του εμφύσησε την αγάπη για την Εκκλησία, τις Ακολουθίες και την προσευχή˙ τον δίδαξε επίσης να μη ζητά καταφύγιο και παρηγοριά για τις δοκιμασίες του πουθενά αλλού, παρά μόνον στον Θεό. 
Στο σχολείο, ο μικρός Ιβάν δυσκολευόταν πολύ να μάθει γράμματα˙ ο Θεός όμως άκουσε τις παρακλήσεις του και εν μια νυκτή τον απάλλαξε από την νωθρότητα του πνεύματος˙ ο Ιωάννης έγινε τόσο λαμπρός μαθητής ώστε κέρδισε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης. 
Ως σπουδαστής, ενδιαφερόταν για όλες τις επιστήμες, μελετούσε πολύ, αλλά αναζητούσε πανω απ’ όλα την προσευχή και την δοξολογία του Κυρίου σε μοναχικούς περιπάτους στη φύση. 
Όταν πέθανε ο πατέρας του ο Ιωάννης αναγκάστηκε παράλληλα με τις σπουδές του να εργάζεται ως γραμματέας, ώστε να συμβάλλει στις ανάγκες της οικογένειάς του.
 Δοκιμάστηκε σκληρά από κάθε λογής δεινά και από τον πειρασμό της αποθάρρυνσης και αγωνιζόταν διαρκώς προσερχόμενος, ζητώντας από τον Θεό την χάρη της πίστέως και της χαράς. Η θλίψη, έλεγε, είναι αποστασία και θάνατος της καρδιάς. 

Ο Ιωάννης θεωρούσε κάθε γεγονός της ζωής του ως σημείο εκ Θεού και γι’ αυτό, μετά από αποκαλυπτικό ενύπνιο δέχθηκε να νυμφευθεί την θυγατέρα του πρωθιερέα του Καθεδρικού Ναού της Κροστάνδης, εγκαταλείποντας τα όνειρα για ιεραποστολικές περιοδείες στη μακρυνή Κίνα, για να γίνει ιεραπόστολος στην ίδια του την πατρίδα, στο ναύσταθμο αυτό, κοντά στην πρωτεύουσα που συγκέντρωνε όλη την αθλιότητα, την κοινωνική αδικία και την ηθική κατάπτωση μιας κοινωνίας που βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.

Την ημέρα του γάμου του, είπε στην γυναίκα του: “Λίζα, ευτυχισμένες οικογένειες υπάρχουν πολλές. Ας θέσουμε τους εαυτούς μας στην υπηρεσία του Θεού”. Και μέχρι τέλους της ζωής τους, φύλαξαν τέλεια παρθενία, αποκαλώντας “αδελφό” ή “αδελφή” ο ένας τον άλλο.

Χειροτονήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1855 και ο π. Ιωάννης θεμελίωσε την ιερατική του διακονία στην ενδελεχή μελέτη των Ιερών Γραφών, και κυρίως στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Η Θεία Λειτουργία είναι αληθώς η ουράνια τελετή επί γης, κατά την διάρκεια της οποίας, ο Ίδιος ο Θεός, με τρόπο ιδιαίτερο, άμεσο και εγγύτατο, παρουσιάζεται και σκηνώνει εν μέσω των ανθρώπων, όντας ο Ίδιος εκείνος ο αόρατος Ιερουργός ο προσφέρων και προσφερόμενος. Δεν υπάρχει τίποτα πλέον μεγαλειώδες, πλέον ιερό, πλέον υψηλό, πλέον ζωοποιό από την Θεία Λειτουργία”, γράφει στο ημερολόγιό του ”η εν Χριστώ ζωή μου”. Για τον Ιωάννη, όλες οι ενέργειες του πρεσβυτέρου, συμπεριλαμβανομένης της ποιμαντικής στοργής για το ποίμνιο, αποτελούν προέκταση του μυστηρίου της Θείας Λειτουργίας, της Ιερατείας του Χριστού που ενεργεί την σωτηρία και τον καθαγιασμό των ανθρώπων στην Εκκλησία. Ο ιερέας είναι ζώσα εικόνα Χριστού, και γι’ αυτό, ήδη από την αρχή της ιερωσύνης του, ο π. Ιωάννης αφοσιώθηκε στο να φέρνει την φωτεινή και ζωοποιό παρουσία του φιλάνθρωπου Χριστού στις πιο εξαθλιωμένες και κακόφημες συνοικίες. Πήγαινε στα σπίτια, έπαιρνε τα παιδιά στην αγκαλιά του και με τα λεγόμενα του, που σφραγίζονταν από ασυνήθιστη πραότητα και στοργή, βοηθούσε τους γονείς να μεταστραφούν. 
Φρόντιζε τους αρρώστους μεταμορφώνοντας την “κλίνη του πόνου σε κλίνη ευτυχίας με την παραμυθία της πίστεως”, έδινε ελεημοσύνη ό,τι είχε και δεν είχε, και συχνά επέστρεφε στην οικία του δίχως υποδήματα ή πανωφόρι. Πήγαινε παντού, όχι για να κρίνει, αλλά για να προσευχηθεί και να μεταφέρει την παρουσία του Χριστού. Με το πνεύμα διαρκώς προσηλωμένο στον Θεό, διέσχιζε το πλήθος που πάντα συγκεντρωνόταν στο διάβα του και όπως ο ήλιος διαχέει το φως, ο π. Ιωάννης διέχεε γύρω του την ευωδία Χριστού και την φιλευσπλαγχνία, ευλογώντας, προσευχόμενος, προσφέροντας αμέσως με το αριστερό χέρι ό,τι δεχόταν στο δεξί. 
Η διαγωγή του σύντομα τον έκανε στόχο κατηγοριών και συκοφαντιών από όλες τις πλευρές. Κατηγορήθηκε ότι έχασε τα λογικά του, αλλά εκείνος συνέχιζε παρ’ όλα αυτά το έργο του, χαρούμενος που ταλαιπωρούνταν έτσι για την αγάπη του Χριστού. Παρά τις αναρίθμητες δυσκολίες, κατόρθωσε χάρις στις όλο και μεγαλύτερες δωρεές, να ιδρύσει τον “Οίκο Εργασίας”, τεράστιο φιλανθρωπικό συγκρότημα που αποτελούνταν από ναό, σχολεία, νοσοκομεία, εργαστήρια, όπου χιλιάδες κάτοικοι της πόλης λάμβαναν όχι μόνον υλική βοήθεια, αλλά ξαναέβρισκαν την αξιοπρέπειά τους μέσω της εκπαίδευσης και της συμμετοχής τους στην εκκλησιαστική ζωή. Επί τριάντα δύο χρόνια, παράλληλα με το ποιμαντικό έργο του, δίδασκε και στο σχολείο. Αντί της συσσώρευσης των γνώσεων, προέκρινε την εκπαίδευση της καρδιάς και προετοίμαζε τους μαθητές να δεχθούν την χάρη του Θεού, εμφυσώντας τους την αίσθηση της ωραιότητος του σύμπαντος και τον σεβασμό προς τον άνθρωπο ως εικόνας Θεού.

Τα χρόνια περνούσαν και η αγάπη του π. Ιωάννη για τους ανθρώπους ολοένα και μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε η φήμη του και απλωνόταν πέρα από τα όρια της πόλεως Κροστάνδης. «Ο ιερέας πρέπει να συμπονά όλον τον κόσμο˙ πρέπει να καθίσταται τα πάντα τοις πάσι», έλεγε. Και ο Κύριος έδωσε στην προσευχή του εξαιρετική δύναμη για την θεραπεία του σώματος, για την παραμυθία, και την μεταστροφή των ψυχών, δείχνοντάς του με αυτόν τον τρόπο ποια ήταν η αποστολή του: να καταστεί ζωντανός στύλος προσευχής και δεήσεων για όλον τον κόσμο, να γίνει ο “ποιμήν πάσης Ρωσίας”. Αργότερα στην ζωή του έγινε, μια αλλαγή στην κοινωνία του με τους ανθρώπους˙ δεν ήταν τόσο εκείνος που έσπευδε να πάει να συναντήσει τους δεινοπαθούντες, όσο ο φιλόχριστος ρωσικός λαός που προσέτρεχε σ’ εκείνον. Κατά χιλιάδες έφθαναν κάθε μέρα στην Κροστάνδη για να λάβουν συμβουλές και βοήθεια, για να του ζητήσουν να προσευχηθεί για εκείνους ή απλώς για να τον δουν. Το ταχυδρομείο αναγκάστηκε να ανοίξει ειδική υπηρεσία για να διανέμει τον όγκο των γραμμάτων, τηλεγραφημάτων, και εμβάσματος που έφθαναν καθημερινά για τον π. Ιωάννη. Με τα χρήματα αυτά, ο Άγιος πρόσφερε συσσίτιο σε περισσότερους από χίλιους απόρους και ίδρυσε πολλούς ναούς και μοναστήρια.
 

Ξυπνούσε στις 3 το πρωΐ και πήγαινε, στην εκκλησία, που ήταν ήδη γεμάτη κόσμο για τον όρθρο. Την ώρα της προσκομιδής έφερναν τα πρόσφορα σε πελώρια πανέρια, μαζί με ατελείωτους καταλόγους ονομάτων. Ο π. Ιωάννης τα έπαιρνε στα χέρια του και ανέπεμπε διάπυρο προσευχή προς τον Κύριο ωσάν να μεσίτευε για κάθε έναν χωριστά. Δέος σε καταλάμβανε όταν τον έβλεπες να τελεί την Θεία Λειτουργία˙ στεκόταν ενώπιον της Αγίας Τραπέζης ωσάν να βρισκόταν ενώπιον του θρόνους της δόξης του Θεού, πρόφερε τις ευχές με τρόπο που συγκινούσε και τους πιο σκληρόκαρδους, και όταν μετελάμβανε το πρόσωπό του λουζόταν από δάκρυα. 
“Πεθαίνω όταν δεν τελώ την Θεία Λειτουργία”, έλεγε. Στα φλογερά του κηρύγματα παρότρυνε τους χριστιανούς να κοινωνούν συχνά, διότι την εποχή εκείνη πολλοί, αρκούνταν να κοινωνούν μια φορά τον χρόνο. Καθώς ήταν αδύνατο να εξαγορεύσει την εξομολόγηση του καθενός χωριστά, οι πιστοί ξανάβρισκαν αυθόρμητα την αρχαία συνήθεια της δημόσιας εξομολόγησης. Μετανοούντες και θρηνούντες, εξομολογούνταν όλα τους τα αμαρτήματα ενώπιον των αδελφών, πριν πάνε να αντλήσουν νέα ζωή από την Πηγή της Χαράς. Τόσο με τα λόγια του όσο και με την διαγωγή του. ο π. Ιωάννης είχε λάβει το χάρισμα να μπορεί να μεταδίδει την αίσθησή του για την παρουσία του Χριστού: “Ο Χριστός είναι η αναπνοή μου, πιο πολύ και από τον αέρα, κάθε στιγμή της ζωής μου. Είναι το φως μου πάνω από κάθε άλλο φως, η τροφή και η πόσις μου, η ένδυσή μου, η ευωδία μου, η πραότης, ο πατέρας και η μητέρα μου, τόπος πιο στέρεος από την γη, που τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει και να με βαστάξει”. 
Μετά την λειτουργία που τελείωνε κατά το μεσημέρι, περνούσε την υπόλοιπη μέρα του δεχόμενος αιτήματα για προσευχές, επισκεπτόμενος τα ιδρύματά του, εμπνέοντος πίστη, ελπίδα και χαρά στους απελπισμένους, και γυρνούσε στην οικία του πολύ αργά το βράδυ. Παρά το πλήθος των δραστηριοτήτων του, το πνεύμα του δεν περιεσπάτο ποτέ από την προσευχή, διότι έχοντας γίνει κατά χάριν θεός, όλα τα λόγια και τα έργα του ήσαν προσευχές πλήρεις θείας ενεργείας.

Προς τα τέλη του βίου του δοκιμάστηκε σκληρά από αρρώστεια την οποία υπέμεινε με πραότητα, υπομονή και ευχαριστία. Προείπε την ημέρα της εκδημίας του και εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20 Δεκεμβρίου 1908, περιβεβλημένος την τιμή και την ευλάβεια όλου του ρωσικού λαού, από τους πιο ταπεινούς μέχρι την αυτοκρατορική οικογένεια. Σταλείς από τον Θεό ως προφήτης, ο π. Ιωάννης της Κροστάνδης κατέστη αφετηρία της πνευματικής αφύπνισης του ρωσικού λαού στις παραμονές της επανάστασης και κατέδειξε τι πρέπει να είναι ο ορθόδοξος ιερέας: έφορος και οικονόμος της θείας φιλευσπλαγχνίας μεταξύ των ανθρώπων.

 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Απολυτίκιο (ήχος πλ.α’) 
ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΑΡΧΟΝ ΛΟΓΟΝ

«Φερωνύμως δοχείον της θείας χάριτος, από νεότητας ώφθης τη καθαρά σου ζωή,  Ιωάννη θαυμαστέ, Κρονστάνδης καύχημα. Συ γαρ αγάπης θησαυρός και θαυμάτων αυτουργός, εδείχθης Πνεύματι Θείω. Ευαγγελίου τον Λόγον, ως φως εκλάμπων πάσιν Άγιε».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~



 ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ
 
1)  Για την καρδιά: 
 «Η καρδιά είναι ο πρώτος παράγοντας στη ζωή μας. Η καρδιακή γνώση προηγείται της νοησιαρχικής. Η καρδιά βλέπει άμεσα, αστραπιαία, ενιαία. Αυτή η γνώση της καρδιάς μεταδίδεται στο νου, και μέσα στο νου χωρίζεται σε μέρη, αναλύεται σε συστατικά. Η αλήθεια ανήκει στη καρδιά και όχι στο νου. Στον εσωτερικό άνθρωπο και όχι στον εξωτερικό…
Στη κατάσταση της απιστίας για κάτι αληθινό και άγιο, η καρδιά συνήθως γεμίζει από στενοχώρια και φόβο. Αντίθετα στην ειλικρινή πίστη νοιώθει χαρά, ηρεμία, άνεση και ελευθερία. Η αλήθεια φανερώνεται και θριαμβεύει στις καταστάσεις της καρδιάς…
Εμείς έχουμε ένα βαρόμετρο ακριβείας, το οποίο δείχνει την άνοδο ή τη πτώση της πνευματικής μας ζωής. Και αυτό είναι η καρδιά. Μπορούμε να την ονομάσουμε και πυξίδα». 

2) Για τη θεία λατρεία: 
«Κατά τη θεία λατρεία, κατά την τέλεση όλων των Μυστηρίων και των Ακολουθιών, έχε εμπιστοσύνη στη δύναμη της Εκκλησίας, όπως το μικρό παιδί έχει εμπιστοσύνη στους γονείς του. Θυμήσου, ότι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, σαν θεόπνευστοι φωστήρες, κινούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, σε οδηγούν στις τρίβους της σωτηρίας.
Να μετέχεις λοιπόν στη θεία λατρεία με απλή καρδιά, με εμπιστοσύνη μικρού παιδιού. Να εναποθέτεις όλη σου τη φροντίδα στον Κύριο και να είσαι εντελώς ελεύθερος από τη λύπη και την αγωνία. «Μη μεριμνήσητε πώς ή τί λαλήσετε. Δοθήσεται γαρ υμίν εν εκείνη τη ώρα τί λαλήσετε» (Ματθ. ι’ 19). Πώς συμβαίνει τώρα αυτό; «Ου γαρ υμείς έστε οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα του Πατρός υμών το λαλούν εν υμίν» (στιχ. 20).» 

3) Για την παιδαγωγική: 
«Προσπαθήστε να προοδεύετε στην εσωτερική καρδιακή επιστήμη, στην επιστήμη δηλαδή της αγάπης, της πίστης, της προσευχής, της πραότητας, της ταπεινοφροσύνης, της ευγένειας, της υπακοής, της σωφροσύνης, της συγκαταβατικότητας, της συμπάθειας, της αυτοθυσίας, της κάθαρσης από πονηρούς και κακούς λογισμούς…
«Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ’ 33).»
Περισσότερο απ’ όλα να μαθαίνετε την γλώσσα της αγάπης, την πιο ζωντανή και εκφραστική γλώσσα. Χωρίς αυτή, η γνώση των ξένων γλωσσών δεν φέρνει καμιά ουσιαστική ωφέλεια.» 

4) Για την προσευχή: 
Ι) «Η σωτηρία και η προσευχή δεν βρίσκονται στα πολλά λόγια, αλλά στην κατανόηση και στην θέρμη της καρδιάς. Το σπουδαιότερο πράγμα, που πρέπει να θυμάσαι κατά την διάρκεια της ημέρας είναι ότι πρέπει να έχεις συνεχή μνήμη Θεού, να κάνεις δηλαδή μυστική νοερά προσευχή.
Κι εγώ ο ίδιος δεν έχω καιρό να παρευρίσκομαι σε μακρές μοναστηριακές ακολουθίες, αλλά όπου κι αν πάω, είτε με τα πόδια είτε με το πλοίο, είτε με την άμαξα καθιστός ή ξαπλωμένος, δεν μ’ εγκαταλείπει ποτέ η σκέψη του Θεού. «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου δια παντός… ίνα μη σαλευθώ.» (Ψαλμ. 15:8). Η σκέψη ότι Εκείνος είναι κοντά μου δεν μ’ εγκαταλείπει ποτέ. Πρέπει και συ να προσπαθήσεις να κάνης το ίδιο.»
ΙΙ) «… Όταν,  προσευχόμενοι με ζέση [=θέρμη, φλόγα] ιστάμενοι, καθήμενοι,  εξηπλωμένοι ή περιπατούντες, αίφνης μας επισκέπτεται το πνεύμα του Θεού και ακούοντες την Φωνήν Του αισθανόμεθα ότι εισέρχεται εις την ψυχήν μας όχι δια του στόματος, ούτε δια της ρινός μας, ούτε δια των ώτων – μολονότι ο Σωτήρ μετέδωκε το Πνεύμα δια του λόγου και της πνοής και μολονότι «η πίστις έρχεται δι’ ακοής» (προς Ρωμαίους 10, 17) – αλλ’ απ’ ευθείας δια του σώματος εις την καρδίαν, όπως ακριβώς ο Κύριος επέρασε δια των τοίχων της οικίας όταν επεσκέφθη τους Αποστόλους μετά την Ανάστασιν, και ενεργεί ταχέως όπως ο ηλεκτρισμός και μάλιστα ταχύτερον από κάθε ηλεκτρικόν ρεύμα.
Τότε αισθανόμεθα την ύπαρξίν μας ελαφράν, διότι αιφνιδίως ελευθερωνόμεθα από το βάρος των αμαρτιών μας, το αίσθημα της συντριβής δια της αμαρτίας, το πνεύμα της ευλαβείας, της ειρήνης και της χαράς μας επισκέπτεται …»
ΙΙΙ) «…Μάθε να προσεύχεσαι. Βίαζε τον εαυτόν σου εις την προσευχήν. Κατ’ αρχάς θα εύρης δυσκολίαν, ύστερον όμως όσον περισσότερον βιάζης τον εαυτόν  σου, τόσον ευκολώτερον θα προσεύχεσαι. Εις την αρχήν όμως είναι πάντοτε αναγκαίον να βιάζη κανείς τον εαυτό του…» 

5) Για την  συμμετοχή μας στις ακολουθίες: 
«Να έρχεσαι όσο μπορείς συχνότερα στον ναό του Θεού, να συμμετέχεις στις ακολουθίες για να δοξάζεις τον Κύριο ή να ζητάς το έλεός Του για την πνευματική σου αδυναμία, για την ψυχική σου φτώχεια και αμαρτωλότητα. Κανείς τόσο δυνατά και τόσο ειλικρινά δεν θα πονέσει μαζί σου για την αδυναμία σου όσο η Εκκλησία. Όλα όσα δοκιμάζεις εσύ τα δοκίμασαν ακόμη και τα εκλεκτότερα τέκνα Της, έπασχαν πνευματικά όπως κι εσύ, αμάρταναν και έπεφταν όπως ακριβώς κι εσύ…
Πουθενά τόσο βαθειά και ολοκληρωτικά δεν ερχόμαστε σε συναίσθηση και αυτογνωσία όσο μέσα στον ναό, γιατί εδώ είναι ιδιαίτερα αισθητή η παρουσία του σώζοντος Θεού και ενεργεί με ανερμήνευτο τρόπο η χάρη Του. «Ο Θεός γαρ εστιν ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας» (Φιλιπ. 2, 13).
Με τη βοήθεια των ευχών, των ύμνων και των αναγνωσμάτων, ο άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του σ’ όλη του τη γυμνότητα, διαπιστώνει την αδυναμία του, τη πνευματική του φτώχεια, την αθλιότητα και άκρα αμαρτωλότητά του. Από την άλλη πλευρά, συναντάται με την άπειρη ευσπλαχνία του Θεού, την άκρα αγαθότητά Του, την πανσοφία και τη παντοδυναμία Του.» 

6) Για την εντολή των «καλών έργων»: 
«Εγώ την εννοώ ως εξής: «Ούτω λαμψάτω το φώς υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς.» (Ματθ.5:16). Αφήστε λοιπόν, τον κόσμο να ιδεί τα καλά σας έργα, για να δοξάσει γι’ αυτά τον Κύριο. Θα πάρουν έτσι οι άνθρωποι ένα ζωντανό παράδειγμα και θα πεισθούν γι’ αυτά τα έργα.
Απ’ αυτήν όμως πρέπει να τα κρύβετε (κι έδειξε με το δάχτυλο του την καρδιά). Απ’ αυτήν, όλα πρέπει να μένουν κρυφά «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. 6:3). Με το «αριστερά» εννοεί στην πραγματικότητα την γνώμη, που έχομε για τον εαυτό μας και την ματαιοδοξία.» 

7) Για το φόβο του μέλλοντος: 
«Γιατί να κοιτάζουμε το μέλλον; «Αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής» (Ματθ. 6:34). Ας παραδοθούμε σαν παιδιά στον Ουράνιο Πατέρα μας. «Ο Θεός ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ό δύνασθε» (Α’ Κορ. 10:13). Με τις υποψίες βασανίζεις μόνο τον εαυτό σου και δεν εξυπηρετείς τον σκοπό, που έταξες. Βλάπτεις ακόμη και τον εαυτό σου με το να φαντάζεσαι εκ των προτέρων ότι υπάρχει κακό εκεί, όπου πιθανόν δεν υπάρχει τίποτε. Εφόσον εμείς δεν κάνομε κακό σε κανένα, ας μας κάνουν οι άλλοι, αν το επιτρέπει αυτό ο Θεός.» 

8) Για τον πειρασμό της απελπισίας στην ηγουμένη Ταϊσία: 
«Ο Θεός επιτρέπει σ’ αυτόν τον πειρασμό να προσβάλλει τις δυνατότερες φύσεις, αυτούς δηλαδή, που είναι πιο πεπειραμένοι στον πνευματικό πόλεμο. Ο εχθρός σου τον παρουσιάζει, επειδή βλέπει ότι οι αγώνες σου φθάνουν σ’ ένα τέλος, ότι ετοιμάζεται για σένα στον ουρανό μια ανταμοιβή και θέλει να σε χτυπήσει και να σε ρίξει κάτω μ’ ένα δυνατό τίναγμα και να σου στερήσει έτσι τον στέφανο.
 Έχει καταστρέψει πολλούς με την απόγνωση. Να είσαι δυνατή και ανδρεία, να πολεμάς τις μηχανορραφίες του εχθρού. Μην παραδίδεσαι. Να σηκώνεις αυτόν τον σταυρό με ταπείνωση και αντοχή. Να θεωρείς ότι αυτός ο πειρασμός σου παρουσιάζεται, για να μεγαλώσει την ταπεινοφροσύνη σου και ο Κύριος θα σε βοηθήσει. Αυτός που έχει θεμελιωμένη την ψυχή του πάνω σε βράχο, δεν θα κλονισθεί από τους ανέμους των πειρασμών του εχθρού, καμιά καταιγίδα δεν είναι αρκετά δυνατή να συγκλονίσει τα θεμέλια. Εκείνος όμως, που το σπίτι της ψυχής του είναι χτισμένο στην άμμο, η ψυχή, που δεν έχει σαν θεμέλιό της την Πέτρα Χριστό, εύκολα καταστρέφεται ακόμη και με μια μικρή μπόρα.
Την πνευματική κλίμακα να την ανεβαίνεις, όχι να την κατεβαίνεις. Να ανυψώνεσαι στο πνεύμα και στον νου. Κλήθηκες, για να οδηγήσεις το μικρό σου ποίμνιο των παρθένων, που τις έχει διαλέξει ο Θεός, για ν’ ακολουθήσουν την μοναχική ζωή. Αυτό το έργο να μην το θεωρείς κατώτερο ή μικρότερο από τις αρετές εκείνες και τα ασκητικά επιτεύγματα, που θα μπορούσες να επιτύχεις με την ησυχία προσπαθώντας να σώσεις μόνο την ψυχή σου.
Τώρα δεν έχεις ειρήνη, επειδή υπηρετείς τον πλησίον σου. Οι αγώνες σου τώρα είναι οι φροντίδες και οι θλίψεις. Είναι φροντίδες και θλίψεις μαρτύρων, γιατί εσύ σταυρώνεσαι για όλους, για χάρη της αγάπης του Θεού και του πλησίον σου. Τι θα μπορούσε να είναι υψηλότερο;» 

9) Τι θα πει να είσαι άνθρωπος της Εκκλησίας; 
«Να τι θα πει, με απλά λόγια: Βλέπεις ένα φτωχό που ζητά ελεημοσύνη; Αναγνώρισε σ’ αυτόν τον αδελφό σου, και ελέησέ τον με την πεποίθηση ότι στο πρόσωπό του βλέπεις τον ίδιο τον Χριστό.
Σε επισκέπτεται ένας άνθρωπος, γνωστός ή και άγνωστος; Δέξου τον πάλι όπως θα δεχόσουν τον Κύριο, αν σου χτυπούσε την πόρτα. Αγκάλιασέ τον με την αγάπη σου, φιλοξένησέ τον με χαρά και συζήτησε μαζί του πνευματικά θέματα.» 

10) Για την σχέση με τους αγνώστους: 
«Τον κάθε άνθρωπο που σε πλησιάζει, να τον δέχεσαι με καλοσύνη και με χαρούμενη διάθεση, ακόμη κι αν είναι ένας επαίτης ή μια πτωχή γυναίκα. Εσωτερικά να ταπεινώνεσαι μπροστά σε όλους, θεωρώντας τον εαυτό σου κατώτερο από όλους, διότι εσύ τοποθετήθηκες από τον ίδιο τον Χριστό να είσαι υπηρέτης όλων. Οι αδελφοί σου είναι μέλη Του, ακόμη κι αν, όπως εσύ, φέρουν επάνω τους τα τραύματα των παραπτωμάτων». 

11)  Οι δύο όψεις της εγκόσμιας ζωής: 
«Υπάρχει μια αληθινή, πραγματική ζωή και μια φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Το να ζεις για να τρως, να πίνεις, να ντύνεσαι, για να απολαμβάνεις και να γίνεσαι πλούσιος, το να ζεις γενικά για εγκόσμιες χαρές και φροντίδες, αυτό είναι μια φαντασία.
Το να ζεις όμως για να ευχαριστείς τον Θεό και τους άλλους, για να προσεύχεσαι και να εργάζεσαι με κάθε τρόπο για την σωτηρία των ψυχών τους, αυτή είναι πραγματική ζωή. Ο πρώτος τρόπος ζωής είναι ακατάπαυτος πνευματικός θάνατος. Ο δεύτερος είναι ακατάπαυστη ζωή του πνεύματος». 

12) Υλικός κόσμος:  
«Στον υλικό κόσμο υπάρχουν πολλά που αντιστοιχούν στο πνευματικό κόσμο. Διότι ο υλικός κόσμος είναι δημιούργημα του Πνεύματος και ο Δημιουργός δεν μπορούσε παρά να σφραγίσει με την εικόνα Του το δημιούργημα…
Ο κόσμος σαν δημιούργημα του ζώντος και πανσόφου Θεού είναι γεμάτος ζωή. Παντού και σε κάθε τι υπάρχει ζωή και σοφία. Σε όλα τα ορατά διακρίνουμε την έκφραση της σκέψεως. Όχι μόνο στο σύνολο, αλλά και σε κάθε μέρος. Ο υλικός κόσμος είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο, από το οποίο μπορούμε να διδαχθούμε τη γνώση του Θεού, όπως από την Αγ. Γραφή, όχι όμως τόσο καθαρά όπως απ’ αυτή». 

13) Για τις αμαρτίες – πάθη των παιδιών: 
«Μην παραμελείτε να ξεριζώνετε από τις καρδιές των παιδιών τα ζιζάνια της αμαρτίας, τους ακαθάρτους, κακούς και βλάσφημους λογισμούς, τις αμαρτωλές συνήθειες, κλίσεις και πάθη. Ο εχθρός και η αμαρτωλή σάρκα δε λείπουν ούτε από τα παιδιά. Τα σπέρματα όλων των αμαρτιών υπάρχουν και σε αυτά.
Δείξτε τους όλους τους κινδύνους της αμαρτίας στο δρόμο της ζωής. Μην κρύβετε τις αμαρτίες απ’ αυτά, μήπως από άγνοια ή έλλειψη ευφυΐας αποκτήσουν κακές συνήθειες και εμπαθείς ροπές, οι οποίες γίνονται όλο και πιο ισχυρές και δίνουν τους καρπούς τους όταν τα παιδιά φθάσουν σε ώριμη ηλικία.»